σῖγα!
1σῖγα — silently indeclform (adverb) …
2σιγά — επίρρ. τροπ. 1. αθόρυβα, χαμηλόφωνα: Μιλούσε τόσο σιγά που δεν τον άκουγε κανένας. 2. με βραδύτητα: Το πλοίο πήγαινε πολύ σιγά και αργήσαμε να φτάσουμε στον προορισμό μας. 3. «σιγά σιγά», λίγο λίγο: Σιγά σιγά πέτυχε αυτό που ήθελε. 4. «σιγά!»,… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3σίγα — Α 1. (ως επίρρ.) α) σιωπηλά («ἄκουε σῑγα», Σοφ.) β) με σιγανή φωνή, ψιθυριστά («σῑγα σήμαινε», Σοφ.) 2. (ως επιφών.) σιωπή! [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επίρρ. άγνωστης ετυμολ. που, κατά την επικρατέστερη άποψη, αποτελεί εκφραστικό σχηματισμό από θ. σι …
4σιγά — (I) Ν επίρρ. 1. σε χαμηλό τόνο, χωρίς θόρυβο, χαμηλόφωνα («μίλα σιγά») 2. με αργό ρυθμό, ήρεμα, αργά («τρώγε σιγά για να μην πνιγείς») 3. φρ. «σιγά σιγά» α) σταδιακά β) με πολλή προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή, κατά το επίρρ. δυνατά]. (II) ἡ, Α (δωρ …
5σιγᾶ — σῑγᾶ , σιγάω keep silence pres subj act 1st sg (doric aeolic) σῑγᾶ , σιγάω keep silence pres ind act 1st sg (doric aeolic) σῑγᾶ , σιγάζω bid fut ind act 1st sg (doric aeolic) …
6σιγᾷ — σῑγᾷ , σιγάω keep silence pres subj mp 2nd sg σῑγᾷ , σιγάω keep silence pres ind mp 2nd sg (epic) σῑγᾷ , σιγάω keep silence pres subj act 3rd sg σῑγᾷ , σιγάω keep silence pres ind act 3rd sg (epic) σῑγᾷ , σιγάζω bid fut ind mid 2nd sg (epic) …
7σιγά — σῑγά , σιγάς fem voc sg σῑγά̱ , σιγή silence fem nom/voc/acc dual (doric) σῑγά̱ , σιγή silence fem nom/voc sg (doric aeolic) …
8σίγα — σί̱γᾱ , σῖγος neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) σί̱γᾱ , σιγάω keep silence pres imperat act 2nd sg σί̱γᾱ , σιγάω keep silence imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
9σῖγ' — σῖγα , σῖγα silently indeclform (adverb) …
10Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …