σῑτευτής
1σιτευτής — ὁ, Α [σιτεύω] αυτός που εκτρέφει ζώα ή πτηνά με άφθονη τροφή έτσι ώστε να παχύνουν …
2σιτευταί — σιτευτής one who feeds up cattle masc nom/voc pl σῑτευταί , σιτευτός fed up fem nom/voc pl …
3σιτευτοῦ — σιτευτής one who feeds up cattle masc gen sg σῑτευτοῦ , σιτευτός fed up masc/neut gen sg …
4σιτευτήν — σιτευτής one who feeds up cattle masc acc sg (attic epic ionic) σῑτευτήν , σιτευτός fed up fem acc sg (attic epic ionic) …
5σιτευτῶν — σιτευτής one who feeds up cattle masc gen pl σῑτευτῶν , σιτευτός fed up fem gen pl σῑτευτῶν , σιτευτός fed up masc/neut gen pl …
6σιτευτά — σιτευτά̱ , σιτευτής one who feeds up cattle masc nom/voc/acc dual σιτευτής one who feeds up cattle masc voc sg σιτευτής one who feeds up cattle masc nom sg (epic) σῑτευτά , σιτευτός fed up neut nom/voc/acc pl σῑτευτά̱ , σιτευτός fed up fem… …
7σιτευτάς — σιτευτά̱ς , σιτευτής one who feeds up cattle masc acc pl σιτευτά̱ς , σιτευτής one who feeds up cattle masc nom sg (epic doric aeolic) σῑτευτά̱ς , σιτευτός fed up fem acc pl …
8σιτιστάριος — ὁ, Α ο σιτευτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτιστός + κατάλ. άριος (< λατ. arius)] …
9σιτιστής — ο, ΝΜ [σιτίζω] νεοελλ. στρ. στρατιωτικός, σήμερα υπαξιωματικός, συνήθως λοχίας τού λόχου, στον οποίο έχει ανατεθεί η διαχείρηση τών ειδών διατροφής, ένδυσης και υπόδησης τής αντίστοιχης μονάδας μσν. ο σιτευτής* …