σῑγ-ή
1σῖγ' — σῖγα , σῖγα silently indeclform (adverb) …
2σίγ' — σῑγά , σιγάς fem voc sg σῑγά̱ , σιγή silence fem nom/voc/acc dual (doric) σῑγά̱ , σιγή silence fem nom/voc sg (doric aeolic) σῑγαί , σιγή silence fem nom/voc pl (doric) …
3καπνηλός — καπνηλός, όν (Α) αυτός που έχει οσμή ή γεύση καπνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα ηλός (πρβλ. σιγ ηλός, τρυφ ηλός] …
4ντροπαλός — ή, ό 1. αυτός που εύκολα νιώθει ντροπή 2. συνεσταλμένος, διστακτικός («είναι πολύ ντροπαλός και δεν τής μιλά για τα αισθήματά του»). επίρρ... ντροπαλά με ντροπή, με συστολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἐντροπαλός < ἐντροπή + κατάλ. αλός (πρβλ. σιγ… …
5ου μη — oὐ μή (Α) επιτατικό τής άρνησης το οποίο χρησιμοποιείται σε ανεξάρτητες προτάσεις σε άρνηση ή απαγόρευση Ι. σε άρνηση συντάσσεται: α) με υποτακτική κυρίως τού αορίστου και σπαν. τού ενεστώτα με ρήματα που σημαίνουν δύναμη ή ικανότητα (α. «οὔ τι… …
6ρουφαλιά — η, Ν η ρουφηξιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουφώ + κατάλ. αλιά (πρβλ. σιγ αλιά)] …
7στιχηρός — ή, ό / στιχηρός, ά, όν, ΝΜΑ, και στειχηρός, ά, όν, Α 1. αυτός που αποτελείται από στίχους, που έχει γραφεί σε στίχους, έμμετρος («στιχηραὶ βίβλοι», Γρηγ. Ναζ.) 2. (το ουδ., ιδίως στον πληθ., ως ουσ.) το στιχηρό και τα στιχηρά εκκλ. τροπάρια τής… …