σῐκῠωνικός

  • 1σικυωνικός — και σικυωνιακός, ή, όν, Α [Σικυών, ῶνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σικυώνα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Σικυωνιακά σύγγραμμα τού Μεναίμου αναφερόμενο στη Σικυώνα …

    Dictionary of Greek