σῐδηρό-πλαστος

  • 1σιδηρόπλαστος — ον, Α κατασκευασμένος από σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + πλαστός (< πλάσσω), πρβλ. πηλό πλαστος] …

    Dictionary of Greek

  • 2κηρόπλαστος — η, ο (Α κηρόπλαστος, ον) ο κατασκευασμένος, ο πλασμένος από κερί, κέρινος, κερένιος («μελίσσης κηρόπλαστον ὄργανον», Σοφ.) αρχ. 1. (για κορίτσι) όμορφη σαν κερένια κούκλα («ξανθώ, κηρόπλαστε, μυρόχροε», Ανθ. Παλ.) 2. κηρόδετος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 3ισόπλαστος — ἰσόπλαστος, ον (Α) ίσος, όμοιος, όμοια πλασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. ιδιό πλαστος, σιδηρό πλαστος] …

    Dictionary of Greek