σῆρος
1Σηρός — Σήρ silkworm masc gen sg …
2σηρός — Σήρ silkworm masc gen sg …
3σηρικός — και σειρικός, ή, όν, ΜΑ [σήρ, σηρός] κατασκευασμένος από μετάξι, μεταξωτός, μετάξινος, μεταξένιος αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τo σηρικόν α) μεταξωτό ένδυμα β) το κόκκινο χρώμα 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ σηρικά τά τζίτζιφα …
4σηροσκώληξ — ο, Ν (λόγιος τ.) ο μεταξοσκώληκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήρ, σηρός «μετάξι» + σκώληξ, ηκος «σκουλήκι». Η λ., στον πληθ. σηροσκώληκες, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] …
5σηροτροφία — η, Ν η εκτροφή μεταξοσκωλήκων και η παραγωγή μεταξιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήρ, σηρός «μετάξι» + τροφία (< τρόφος < τρέφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στον Στέφ. Μαρτζέλλα] …
6σηροτρόφος — ο, Ν αυτός που ασχολείται με την σηροτροφία, που εκτρέφει μεταξοσκώληκες και παράγει βομβύκια, κουκούλια, που είναι η πρώτη ύλη τού μεταξιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήρ, σηρός «μετάξι, μεταξοσκώληκας» + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο τρόφος. Η λ.… …