σᾱμος
1Σάμος — a height. fem nom sg …
2Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… …
3Σάμος — Sp Sãmas Ap Σάμος/Samos L s. ir mst. P. Sporadų ss.; Graikijos nomas …
4σαμίων — Σάμος a height. fem gen pl Σάμος a height. masc/neut gen pl …
5σάμιον — Σάμος a height. masc acc sg Σάμος a height. neut nom/voc/acc sg …
6Σάμω — Σάμος a height. fem nom/voc/acc dual Σάμος a height. fem gen sg (doric aeolic) …
7επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… …
8μελισσός — (Σάμος, 5ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος. Το μοναδικό επεισόδιο του ιδιωτικού του βίου που είναι γνωστό υπήρξε η διοίκηση του σαμιακού στόλου σε μία νικηφόρα ναυμαχία εναντίον των Αθηναίων το 441 π.Χ. Εικάζεται ότι ήταν μαθητής του Παρμενίδη και υπήρξε… …
9Θέμελης, Γεώργιος — (Σάμος 1910 – 1976). Ποιητής και δοκιμιογράφος. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δίδαξε σε πολλά γυμνάσια έως το 1950, οπότε αποχώρησε ως συνταξιούχος. Συνέχισε να διδάσκει στην ιδιωτική εκπαίδευση, εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη,… …
10σαμίαις — Σάμος a height. fem dat pl …