σᾰκίον
1σακίον — τὸ, Α (αττ. τ.) βλ. σακκίον …
2σακίον — σακκίον small bag neut nom/voc/acc sg (attic) …
3σακί — το / σακκίον, ΝΑ, και αττ. τ. σακίον Α [σάκ(κ)ος] (με υποκορ. σημ.) μικρός σάκος νεοελλ. 1. (χωρίς υποκοριστική σημ.) σάκος που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη ή μεταφορά διάφορων χύμα αντικειμένων, τσουβάλι 2. (κατ επέκτ.) το… …
4σακκίον — και αττ. τ. σακίον, τὸ Α βλ. σακί …