σύσ-σιτος

  • 1κατάσιτος — κατάσιτος, ὁ (Μ) αυτός που κατατρώγει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σιτος (< σῖτος «σιτάρι»), πρβλ. παρά σιτος, σύσ σιτος] …

    Dictionary of Greek