σύριχος
1σύριχος — και ὑριχός και ὕρισχος, ὁ, Α συρίσκος (Ι)*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για λ. τού καθημερινού λεξιλογίου όπως φανερώνει η ποικιλία μορφών που παρουσιάζουν οι συγγενείς τ. (πρβλ. συρίσκος, σύρισσος, ὑρρίς, ὕρον), καθώς και η εναλλαγή τών… …
2συρίχοις — σύριχος masc dat pl …
3ύρον — Α (κατά τον Ησύχ.) «σμῆνος μελισσῶν Κρῆτες». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται πιθ. στη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *swer «βουίζω» (βλ. λ. ὕραξ). Κατ άλλη άποψη, η λ. ὕρον συνδέεται με τη λ. σύριχος (για την απουσία τού αρκτικού σ , βλ. λ. σύριχος) και …
4σύρισσος — και ὑρίσσος και ὑρισσός, ὁ, Α πλεκτός κάλαθος, συρίσκος (Ι)*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. σύριχος, με επίθημα με διπλό σσ (για την ποικιλία τών τ. βλ. λ. σύριχος)] …
5υρρίς — ίδος, ἡ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «σπυρίς». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. σύριχος (για τη μορφή τής λ. και για απόψεις σχετικά με την ετυμολογία της βλ. λ. σύριχος)] …
6ύρραδα — Α (κατά τον Ησύχ.) «σπυρίδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. σύριχος (για τη μορφή τής λ. και για απόψεις σχετικά με την ετυμολ. της βλ. λ. σύριχος)] …
7συρίσκος — και ὑρίσκος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀγγεῑόν τι πλεκτόν, εἰς ὅ σῡκα ἐμβάλλουσι τινὲς δὲ ὑρίσκον». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σύριχος] …
8υρίσιδα — Α (κατά τον Ησύχ.) «σπυρίδιον, σπυρίς». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. σύριχος βλ. λ. και πιθ. πρέπει να αναγνωσθεί ως ὑρίς, ίδα …
9υριχός — ὁ, Α βλ. σύριχος …
10ύρισχος — ὁ, Α βλ. σύριχος …
- 1
- 2