σύννοια
1συννοίᾳ — συννοίᾱͅ , σύννοια meditation fem dat sg (attic doric aeolic) συννοίᾱͅ , σύννοια meditation fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …
2σύννοια — meditation fem nom/voc sg …
3σύννοια — η, ΝΜΑ [σύννους] 1. το να είναι κανείς σύννους, να έχει βυθιστεί σε σκέψεις, βύθιση σε σκέψεις, έγνοια που τήν προκαλεί η ανησυχία 2. βαθιά σκέψη, περίσκεψη νεοελλ. κατήφεια, σκυθρωπότητα αρχ. 1. τύψη συνειδήσεως («συννοίᾳ θ ἅμα οἷον δέδρακεν… …
4συννοίας — συννοίᾱς , σύννοια meditation fem acc pl συννοίᾱς , σύννοια meditation fem gen sg (attic doric aeolic) συννοίᾱς , σύννοια meditation fem acc pl (ionic) συννοίᾱς , σύννοια meditation fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …
5ξυννοίᾳ — συννοίᾱͅ , σύννοια meditation fem dat sg (attic doric aeolic) συννοίᾱͅ , σύννοια meditation fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …
6συννοίαι — συννοίᾱͅ , σύννοια meditation fem dat sg (attic doric aeolic) συννοίᾱͅ , σύννοια meditation fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …
7ξύννοια — σύννοια , σύννοια meditation fem nom/voc sg …
8συννοίαις — σύννοια meditation fem dat pl σύννοια meditation fem dat pl (ionic) …
9συννοίῃ — σύννοια meditation fem dat sg (epic ionic) σύννοια meditation fem dat sg (epic ionic) …
10σύννοιαν — σύννοια meditation fem acc sg …
- 1
- 2