σύνδικος
1σύνδικος — one who helps in a court of justice masc/fem nom sg …
2σύνδικος — ο, η, ΝΑ, και αττ. τ. ξύνδικος και βοιωτ. τ. σούνδικος Α στον πληθ. οἱ σύνδικοι α) (στην Αθήνα μετά την κατάλυση τής αρχής τών τριάκοντα τυράννων) αξίωμα τού οποίου οι φορείς εκδίκαζαν τις υποθέσεις τών δημεύσεων τών περιουσιών αυτών που… …
3σύνδικος — ο 1. επίτροπος υποθέσεων εταιρείας, σωματείου κτλ. 2. «σύνδικος πτώχευσης», επίτροπος στον οποίο αναθέτουν τη διαχείριση της περιουσίας ενός που έχει πτωχεύσει …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ξύνδικος — σύνδικος , σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem nom sg …
5συνδίκοις — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem dat pl …
6συνδίκου — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem gen sg …
7συνδίκους — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem acc pl …
8συνδίκων — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem gen pl …
9σύνδικε — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem voc sg …
10σύνδικοι — σύνδικος one who helps in a court of justice masc/fem nom/voc pl …