σύνδεσμος
51μεσοβρογχικός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται μεταξύ τών δύο βρόγχων 1. φρ. «μεσοβρογχικός σύνδεσμος» ανατ. στερεός ινώδης σύνδεσμος στο κάτω άκρο τής τραχείας, ο οποίος συγκρατεί τους δύο μεγάλους βρόγχους εκεί όπου αποσχίζονται από την τραχεία …
52μεσοβόθριος — ια, ιο φρ. «μεσοβόθριος σύνδεσμος τού Χέσελμπαχ» ανατ. τρίγωνος σύνδεσμος στο οπίσθιο τοίχωμα τού βουβωνικού πόρου …
53μηδέ — και μήδε και μάιδε και μαϊδέ και μουδέ και μούδε (ΑΜ μηδέ, Μ και μήδε και μήδεν και μηδές και μοῡδε και μουδέν) (συμπλεκτικός σύνδεσμος που συνδέει κατά παράταξη δύο μέρη αρνητικής πρότασης ή ολόκληρες αρνητικές προτάσεις ή σπαν. και μετά από… …
54νηκτικός — ή, ό (Α νηκτικός, ή, όν) [νήκτης] 1. αυτός που μπορεί να κολυμπά ή ο ικανός και επιδέξιος στην κολύμβηση 2. αυτός που είναι χρήσιμος στην κολύμβηση, αυτός που υποβοηθεί ή συντελεί στην κολύμβηση νεοελλ. 1. φρ. α) «νηκτική κύστη» ζωολ. γεμάτη… …
55οπισθοπλευρικός — ή, ό ανατ. φρ. «οπισθοπλευρικός σύνδεσμος» σύνδεσμος που εκτείνεται μεταξύ τών εγκάρσιων αποφύσεων τού πρώτου και δεύτερου οσφυϊκού σπονδύλου και τής τελευταίας πλευράς …
56οσχεϊκός — ή, ό [όσχεο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όσχεο 2. φρ. «οσχεϊκός σύνδεσμος» ανατ. μικρός ινώδης σύνδεσμος με τον οποίο στερεώνεται ο όρχις στους χιτώνες του …
57παγκρεατοσπληνικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πάγκρεας και στον σωλήνα συγχρόνως («παγκρεατοσωληνικός σύνδεσμος» σύνδεσμος ή πτυχή τού περιτοναίου που συνδέει και στηρίζει την ουρά τού παγκρέατος στις πύλες τού σπλήνα) …
58παρασυναπτικός — ή, όν, Α [παρασυνάπτομαι] φρ. «παρασυναπτικός σύνδεσμος» γραμμ. σύνδεσμος που συνδέεται, σχετίζεται με άλλον σύνδεσμο με την προσθήκη ενός μορίου («παρασυναπτικοὶ δὲ εἰσιν ὅσοι μεθ ὑπάρξεως καὶ τάσιν δηλοῡσιν εἰσὶ δὲ οἵδε, ἐπεί, ἐπείπερ, ἐπειδή,… …
59ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… …
60προουρηθραίος — α, ο, Ν φρ. «προουρηθραίος σύνδεσμος» εγκάρσιος τενοντώδης σύνδεσμος τής πυέλου στο πρόσθιο χείλος τού ουρογεννητικού τριγώνου …