σύμφῠτος

  • 21σύντροπος — ον, Α (αμφβλ. σημ.) ευάρμοστος, ταιριασμένος ή, κατ άλλους, εγγενής, σύμφυτος. Επιρρ. συντρόπως Α με τον κατάλληλο, τρόπο, όπως πρέπει, όπως αρμόζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τρόπος (πρβλ. επίτροπος)] …

    Dictionary of Greek

  • 22σύντροφος — ο, η / σύντροφος, ον, ΝΜΑ, και τ. θηλ. συντρόφισσα Ν, και αττ. τ. ξύντροφος, ον, Α [συντρέφω] (κυρίως σχετικά με πρόγμ. και καταστάσεις) αυτός τον οποίο δεν αποχωρίζεται ή δεν μπορεί να αποχωριστεί κάποιος, ο στενά συνυφασμένος (α. «από τότε που… …

    Dictionary of Greek

  • 23φυτάλμιος — ον, θηλ. και φυταλμία, Α 1. (κυρίως ως προσωνυμία θεών, όπως τού Διός, τού Διονύσου και τού Ποσειδώνος) αυτός που γεννά ή αυτός που τρέφει 2. αυτός που υπάρχει ή προέρχεται από τη φύση, σύμφυτος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυτάλμιον η παραγωγική δύναμη …

    Dictionary of Greek

  • 24ԱՆՏԱՌԱԽԻՏ — ( ) NBH 1 0243 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 11c, 12c ա.գ. σύμφυτος, δασύς, κατάσκιος consitus, una plantatus, densus, umbrosus Ուր իցէ անտառ խիտ. մացառոտ. տնկախիտ եւ հովանաւոր վայր. *Ամենայն բլուրք անտառախիտք …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 25ԲՆԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 496 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 11c, 13c ա. ὀμοφυής ejusdem naturae, ὀμοούσιος consubstantialis Բնութենակից. համաբնակից. յաստուածայինս նաեւ՝ Էակից, համագոյակից. *Ծնեալ, եւ ոչ արարեալ, բնակից հօր,… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 26ԲՆԱՒՈՐԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 498 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 10c, 12c, 15c ա. φυσικός, σύμφυτος, ἑπιπεφυκός aturalis, innatos, proprius որ եւ ԲՆԱՒՈՐ. Բնական. եւ ընդաբոյս տնկակից. սեպհական. իւրական. բուն, եւ Ընտանի. *Բնաւորական իր: Նիւթ… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 27ՀԱՄԱԲՆԱԿԻՑ — ( ) NBH 2 0012 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 11c, 12c ա. Որպէս Համագոյակից. բնութենակից. ὀμοούσιος consubstantialis *Զհամաբնակիցն հօր եւ ամենսուրբ հոգւոյնʼʼ. յն. օմոու՛սիօս Շար.: *Կենդանարար հոգւոյդ տիրական՝ համաբնակից անսկզբնական.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 28ՏՆԿԱԽԻՏ — ( ) NBH 2 0884 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c, 13c ա. σύμφυτος consitus, densus. Ուր իցեն խիտ առ խիտ տունկք. տնկաւէտ: *Անտառն տնկախիտ. Զաք. ՟Ժ՟Ա. 2: *Ի տնկախիտ դրախտէն: Իբրեւ զդրախտ տնկախիտ. Մանդ. ՟Ժ՟Ա: Լաստ. ՟Ժ: Ի… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 29συγγενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αυτός που έχει δεσμό εξ αίματος ή επιγαμίας, με κάποιον: Είμαστε στενοί συγγενείς. 2. παρόμοιος, παρεμφερής: Αυτές οι δύο γλώσσες είναι συγγενείς. 3. σύμφυτος, αυτός που υπάρχει εκ γενετής: Συγγενής νόσος …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 30ξυμφύτου — συμφύτου , σύμφυτον comfrey neut gen sg συμφύτου , σύμφυτος born with one masc/fem/neut gen sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)