σύμφῠτος

  • 11έμφυτος — η, ο (AM ἐμφυτος, ον) εγγενής, σύμφυτος, φυσικός («ἔμφυτον μαντικήν εἶχε», Ηροδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο έμφυτος γένος υμενόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών τευθρηνιδών αρχ. 1. αυτός που υπάρχει από τον θεό 2. κατάφυτος. επίρρ... εμφύτως με… …

    Dictionary of Greek

  • 12εγγενής — ές (AM ἐγγενής, ές) 1. εγχώριος, ντόπιος («ἐγγενὴς Θηβαῑος») 2. (για ιδιότητες) σύμφυτος ή εκ γενετής (α. «εγγενής ανωμαλία» β. «εγγενείς δυσχέρειες» γ. «σφίσιν ἐγγενὲς ἔμεν ἀγαθοῑς» γιατί από το φυσικό τους είναι γενναίοι) αρχ. 1. συγγενής, από… …

    Dictionary of Greek

  • 13κριτικός — ή, ό (AM κριτικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την ικανότητα να κρίνει, να διακρίνει και να αξιολογεί (α. «με κριτικό πνεύμα πρέπει να διαβάζει κανείς τα βιβλία» β. «δύναμις σύμφυτος κριτική», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σχέση με την κρίση ή τον… …

    Dictionary of Greek

  • 14ομόφυτος — ὁμόφυτος, ον (Α) αυτός που εμφανίστηκε μαζί, που γεννήθηκε συνάμα, σύμφυτος («διὰ τὸ συγγενεστάτην αὐτὴν καὶ ὁμόφυτον εἶναι τῇ τοῡ ἀνθρωπου κατασκευῇ», Θεολ. Αριθμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φυτος (< φυτός < φύομαι), πρβλ. νεό φυτος] …

    Dictionary of Greek

  • 15συγγενής — ές, ΝΜΑ, θηλ. και συγγένισσα Ν, θηλ. και συγγενίς, ίδος, Α 1. αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος, που έχει δεσμούς συγγένειας με κάποιον (α. «είναι μακρινός μου συγγενής» β. «καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστι ὁ παῑς», Ηρόδ.) 2. αυτός που υπάρχει… …

    Dictionary of Greek

  • 16συμφυής — ές, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμφυής και τ. ουδ. στον πληθ. συμφυᾱ, Α [συμφύω] 1. σύμφυτος 2. έμφυτος, εγγενής νεοελλ. φρ. «συμφυής νόσος» ιατρ. συγγενής νόσος αρχ. 1. φυσικός («ὕδωρ... εἴτ ἐπακτὸν εἴτε συμφυές», Αριστοτ.) 2. προσαρμοσμένος από τη φύση… …

    Dictionary of Greek

  • 17συμφυτικός — ή, ό / συμφυτικός, ή, όν, ΝΑ [σύμφυτος] αυτός που επιφέρει σύμφυση νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύμφυση 2. ιατρ. (για φλεγμονή) αυτή που προκαλεί συμφύσεις μεταξύ οργάνων ή ιστών τού σώματος, οι οποίοι είναι φυσιολογικά χωριστοί… …

    Dictionary of Greek

  • 18σύγγονος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. εκ γενετής, σύμφυτος, φυσικός 2. συγγενής 3. αυτός που έχει δεσμούς εξ αίματος συγγένειας με κάποιον άλλο 4. αυτός που ανήκει σε ένα γένος 5. εγχώριος, ντόπιος 6. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ και ἡ σύγγονος αδελφός, αδελφή 7.… …

    Dictionary of Greek

  • 19σύμφυλος — ον, ΝΜΑ (για ζώο) αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος ή είδος («αἱ μέλιτται καὶ τὰ σύμφυλα ζῷα ταύταις», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σύμφυλα ζωολ. ομοταξία αρθροπόδων που ανήκουν στο υποφύλο μυριάποδα μσν. αρχ. (για πνευματική ή …

    Dictionary of Greek

  • 20σύμφυτο — (symphytum). Γένος φυτών της οικογένειας των Βορραγινιδών, που αριθμεί 25 περίπου είδη που φυτρώνουν στην Ευρώπη, Δ. Ασία και Β. Αφρική. Είναι πόες πολυετείς, χνουδωτές, πράσινες και πολλές φορές ποικιλόχρωμες. Έχουν φύλλα μεγάλα ωοειδή ή… …

    Dictionary of Greek