σύγκλεισις
1σύγκλεισις — shutting up fem nom sg …
2συγκλείσει — σύγκλεισις shutting up fem nom/voc/acc dual (attic epic) συγκλείσεϊ , σύγκλεισις shutting up fem dat sg (epic) σύγκλεισις shutting up fem dat sg (attic ionic) συγκλείω shut aor subj act 3rd sg (epic) συγκλείω shut fut ind mid 2nd sg συγκλείω shut …
3ξύγκλεισις — σύγκλεισις , σύγκλεισις shutting up fem nom sg …
4συγκλείσεις — σύγκλεισις shutting up fem nom/voc pl (attic epic) σύγκλεισις shutting up fem nom/acc pl (attic) συγκλείω shut aor subj act 2nd sg (epic) συγκλείω shut fut ind act 2nd sg …
5σύγκλεισιν — σύγκλεισις shutting up fem acc sg …
6σύγκλειση — η / σύγκλεισις, είσεως, ΝΑ, αττ. τ. ξύγκλησις Α [συγκλείω] η συνένωση δύο πραγμάτων ώστε να μην υπάρχει ενδιάμεσο κενό («τῆς φάλαγγος ἡ σύγκλεισις», Αρρ.) νεοελλ. ανατ. η συναρμογή τών οδόντων η οποία εκφράζεται με τη σχέση εφαρμογής τών φυμάτων… …
7ԲԱՂԵԶԵՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 427 Chronological Sequence: 6c գ. ԲԱՂԵԶԵՐՈՒԹԻՒՆ ԲԱՂԵԶԵՐՈՒՄՆ. συνορισμός, συμπέρασμα, σύγκλεισις, συγκλεισμός conclusio, conterminatio Եզրակացութիւն հաւաքաբանութեան. ... *Զի՞նչ է բաղեզերութիւն եւ գտանել զառաջարկութիւնսն: Եզրակացութիւն,… …
8ԲԱՂԵԶԵՐՈՒՄՆ — (րման.) NBH 1 427 Chronological Sequence: 6c գ. ԲԱՂԵԶԵՐՈՒԹԻՒՆ ԲԱՂԵԶԵՐՈՒՄՆ. συνορισμός, συμπέρασμα, σύγκλεισις, συγκλεισμός conclusio, conterminatio Եզրակացութիւն հաւաքաբանութեան. ... *Զի՞նչ է բաղեզերութիւն եւ գտանել զառաջարկութիւնսն:… …
9ԵԶՐԱԿԱՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0647 Chronological Sequence: 6c, 11c գ. Ըստ ձայնին՝ է Կալն յեզր ուրեք, յափն կոյս. եւ մանաւանդ Հասանելն յեզր իրաց. աւարտումն. ... *Իբրու զահարոնեանն մարիամ ի ծովածուփս ծփանաց եզրակացութեամբ պարել: Ստուգապէս եզրակացութեան ծայրութիւն… …
10ξυγκλῄσεως — ξυγκλῄσεω̆ς , σύγκλεισις shutting up fem gen sg (attic) …
- 1
- 2