σίτῳ
1σιτώ — σιτῶ, έω, ΝΜΑ [σῑτος] νεοελλ. παρέχω τροφή, σιτίζω μσν. αρχ. τρώω μέρος από ένα όλο («καρύων καὶ σύκων..., ἀφ ὧν ὁ πρεσβύτης ἐσιτεῑτο», Ηλιόδ.) αρχ. (κυρίως το μέσ.) σιτοῡμαι, έομαι 1. τρώω 2. τρέφομαι με κάτι, σιτίζομαι («σιτέονται... ἰχθῡς… …
2Σιτῶ — Σιτώ fem acc sg …
3Σιτώ — οῡς, ἡ, Α (ως προσωνυμία τής Δήμητρος στη Σικελία) αυτή που παρέχει τροφή και, ιδίως, σιτάρι στους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + κατάλ. ώ τών θηλ. (πρβλ. Κλει ώ)] …
4σιτῶ — σιτέομαι take food pres subj act 1st sg (attic epic doric) σιτέομαι take food pres ind act 1st sg (attic epic doric) σιτέω take food pres subj act 1st sg (attic epic doric) σιτέω take food pres ind act 1st sg (attic epic doric) …
5σίτω — σί̱τω , σῖτος grain masc nom/voc/acc dual σί̱τω , σῖτος grain masc gen sg (doric aeolic) …
6σίτῳ — σί̱τῳ , σῖτος grain masc dat sg …
7Σιτών — Σιτώ fem acc sg …
8κρεοσιτώ — κρεοσιτῶ, έω (Α) έχω ως κύρια τροφή μου το κρέας, είμαι κρεοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + σιτῶ (< σιτος < σῖτος), πρβλ. αρτο σιτώ, λιπο σιτώ] …
9ξηροσιτώ — ξηροσιτῶ, έω (Μ) ξηροφαγώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + σιτῶ (< σίτος < σῖτος), πρβλ. μονο σιτώ] …
10χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… …