σίττυβος

  • 1σίττυβος — ὁ, Α χάλκινο ή ορειχάλκινο μεγάλο σκεύος, είδος χύτρας, καζάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με τον τ. σίττυβα* (ἡ)] …

    Dictionary of Greek

  • 2σίττυβον — σίττυβος masc acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3Syllabus — A syllabus (pl. syllabi or syllabuses; from Latin syllabus list , in turn from Greek σίλλυβος or σίττυβος sillybos/sittybos parchment label, table of contents ), is an outline and summary of topics to be covered in an education or training course …

    Wikipedia

  • 4σίσυβος — ὁ, Α 1. (κατά τον Φώτ.) «κροσσοί, ἱμάντες» 2. (κατά τον Ευστ.) «τοὺς θυσάνους γλῶσσά μέν τις σισύβους καλεῑ, ἡ δὲ κοινὴ κροσσούς». [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος διαλ. τ., αντί τού θύσανος, που συνδέεται με τα σίλλυβος και σίττυβος] …

    Dictionary of Greek