σίκῑν(ν)ις
1κηκίδα — Ανώμαλη υπερπλασία, που σχηματίζεται σε διάφορα μέρη ποωδών, θαμνωδών και δενδρωδών φυτικών ειδών. Ο σχηματισμός της κ. οφείλεται τις περισσότερες φορές στην εναπόθεση αβγών από τα έντομα. Σπανιότερα οι κ. προκαλούνται από τη δράση χημικών ουσιών …
2k̂āk-1 : k̂ǝk-, probably k̂ā(i)k- : k̂īk- — k̂āk 1 : k̂ǝk , probably k̂ā[i]k : k̂īk English meaning: to jump, spring out Deutsche Übersetzung: ‘springen, hervorsprudeln, kräftig sich tummeln” Note: (with k̂ǝk as ablaut neologism from k̂ük ) Material: Gk. κηκίω… …