σίγιστρον
1σίγιστρον — neut nom/voc/acc sg …
2σίγιστρον — τὸ, Μ κιβώτιο κατασκευασμένο από σανίδες στερεά ενωμένες μεταξύ τους, ζύγαστρον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. με επίθημα τρον] …
3-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …
4σιγιστροπύλη — ἡ, Μ 1. πόρτα ντουλάπας 2. είδος παραπετάσματος, το οποίο κινείται με τη βοήθεια κρίκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίγιστρον «ντουλάπι, κιβώτιο» + πύλη] …