σέσωκα
1σέσωκα — σώζω perf ind act 1st sg …
2σεσῴκασιν — σεσῴκᾱσιν , σώζω perf ind act 3rd pl …
3σεσώκασι — σεσώκᾱσι , σώζω perf ind act 3rd pl …
4σεσώκασιν — σεσώκᾱσιν , σώζω perf ind act 3rd pl …
5σέσωκ' — σέσωκα , σώζω perf ind act 1st sg σέσωκε , σώζω perf imperat act 2nd sg σέσωκε , σώζω perf ind act 3rd sg …
6σέσωχ' — σέσωκα , σώζω perf ind act 1st sg σέσωκε , σώζω perf imperat act 2nd sg σέσωκε , σώζω perf ind act 3rd sg …
7σιγματισμός — ο, Ν [σιγματίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιγματίζω, η χρησιμοποίηση τού γράμματος σ κατά τη γραφή 2. η συχνή επανάληψη τού γράμματος σ σε μια φράση, ώστε να υπάρχει παρήχηση, όπως λ.χ. ο στίχος στη Μήδεια τού Ευριπίδου «σέσωκά σ ὡς… …