σά μάν
71βιβλιομανής — ο, η μανιώδης συλλέκτης βιβλίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίον + μανής < μαν , μαίνομαι (πρβλ. γαλλ. bibliomane). Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Δημ. Βερναρδάκη] …
72γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… …
73γλευκόμετρο — το όργανο, με το οποίο μετριέται η περιεκτικότητα τού γλεύκους σε σάκχαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλεύκος + μέτρο(ν). Η λ. γλευκόμετρον μαρτυρείται από το 1881 στον Μαν. Χαιρέτη] …
74γραφομανής — ές αυτός που έχει τη μανία να γράφει συνεχώς και μάλιστα για ασήμαντα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράφω + μανής < (θ.) μαν , μαίνομαι (πρβλ. ανδρομανής, θεομανής). Η λ. γραφομανείς πληθ. μαρτυρείται το 1897 από τον Άγγελο Βλάχο στην εφημερίδα… …
75εμποροκρατία — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται συνήθως η πολιτική επέκτασης και οικονομικής ανάπτυξης, που ακολούθησαν οι μεγάλες ευρωπαϊκές μοναρχίες τον 16o, τον 17o και τον 18o αι., καθώς και οι θεωρίες των συγγραφέων της περιόδου εκείνης, οι οποίοι… …
76εσχατώ — ἐσχατῶ, άω (Α) [έσχατος] 1. μένω τελευταίος 2. (για τόπο) είμαι, βρίσκομαι στο άκρο 3. φθάνω στο τέλος («κούρη ἀπ ὠδίνων τεχθήσεται ἐσχατόωσα», Μαν.) 4. φρ. α) «ἀφ ἑσπέρου ἐσχατόωντος» από την απωτάτη δύση (Καλλ.) β) «κάρηνον ἐσχατόων» το τμήμα… …
77ευκλεής — ές (ΑΜ εὐκλεής, ές, Α ποιητ. τ. εὐκλειής, επικ. τ. ἐϋκλειής) αυτός που έχει καλή φήμη, ένδοξος, ονομαστός, περίφημος (α. «οὐ μάν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι» δεν είναι ένδοξο για μάς να αποπλεύσουμε, Ομ. Ιλ. β. «εὐκλέα γλῶσσαν» τραγούδι που υμνεί τη… …
78εύδοξος — I (αρχές 2ου αι. π.Χ.). Θαλασσοπόρος από την Κύζικο. Έφτασε δύο φορές στις Ινδίες, προσεγγίζοντας επίσης στις ακτές της Σομαλίας. Στη συνέχεια περιέπλευσε τη δυτική Αφρική, προσπαθώντας ίσως να φτάσει στις ίδιες χώρες από τη θάλασσα. Έφτασε στα… …
79εύστερνος — εὔστερνος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει πλατύ στέρνο («εὐστέρνοιο λέοντος», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στέρνον] …
80ημιμανής — ἡμιμανής, ές (Α) 1. μισότρελος 2. αυτός που πρόσκαιρα δεν έχει νηφάλιο νου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μανής (< μαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β ε μάν ην), πρβλ. γυναι μανής, εκ μανής] …