σά μάν

  • 41ιταλομανής — ές αυτός που αγαπά υπερβολικά ή θαυμάζει ή μιμείται τους Ιταλούς ή χρησιμοποιεί χωρίς λόγο την ιταλική γλώσσα ή ιταλικές λέξεις και φράσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰταλός + μανής (< θ. μαν , πρβλ. αόρ. ε μάν ην τού ρ.: μαίνομαι), πρβλ. πυρο μανής,… …

    Dictionary of Greek

  • 42κερδομανής — ές αυτός που επιζητεί το κέρδος με μανία, φιλοκερδής μέχρι μανίας, υπερβολικά φιλοχρήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + μανής (< θ. μαν τού μαίνομαι, προβλ. παθ. αόρ. β ε μάν ην), πρβλ. γυναι μανής, ιππο μανής] …

    Dictionary of Greek

  • 43λακωνομανώ — λακωνομανῶ, έω (Α) κωμ. τρέφω υπερβολική αγάπη προς τους Λακεδαιμονίους και την επιδεικυύω, πάσχω από λακωνομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λάκων + μανῶ (< μανής < θ. μαν , πρβλ. αόρ. ἐ μάν ην < τού μαίνομαι), πρβλ. λυσσο μανώ, οχλο μανώ] …

    Dictionary of Greek

  • 44μάνη — I Βλ. λ. Πελοπόννησος. II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 526 κάτ.) στην πρώην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 105 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διδυμοτείχου. * * *… …

    Dictionary of Greek

  • 45μεν — (Maine). Ιστορική περιοχή της βορειοδυτικής Γαλλίας. Αντιστοιχεί σε μεγάλο μέρος στους σημερινούς νομούς Σαρτ και Μαγέν. Το έδαφος είναι ως επί το πλείστον πεδινό και κυματοειδές και διαρρέεται από διάφορους ποταμούς (Σαρτ, Μαγέν και Λουάρ), οι… …

    Dictionary of Greek

  • 46ναρκομανής — ές άτομο εθισμένο στη χρήση ναρκωτικών ουσιών, τοξικομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + μανής (θ. μαν τού μαίνομαι, πρβλ. αόρ. β ἐ μάν ην), πρβλ. μορφινο μανής] …

    Dictionary of Greek

  • 47ποιμαίνω — ΝΜΑ 1. (για ποιμένα) οδηγώ ποίμνια στη βοσκή, βόσκω κοπάδια 2. (για τον θεό ή για πνευματικούς ηγέτες και θρησκευτικούς αρχηγούς) καθοδηγώ, χειραγωγώ («ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῡ Θεοῡ», ΚΔ) 3. μτφ. κατευθύνω, διευθύνω, διοικώ… …

    Dictionary of Greek

  • 48πολυμανής — ές, και ιων. τ. πουλυμανής, Α ο πολύ μανιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μανής (< θ. μαν τού μαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β ε μάν ην), πρβλ. μονο μανής] …

    Dictionary of Greek

  • 49Γότθοι — Αρχαίος γερμανικός λαός που προερχόταν από τη νότια Σκανδιναβία και συγκεκριμένα από την περιοχή που ονομάζεται Γκότλαντ (χώρα των Γότθων). Στις αρχές των χριστιανικών χρόνων ήταν εγκατεστημένοι στις νότιες ακτές της Βαλτικής, που θεωρείται πως… …

    Dictionary of Greek

  • 50Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …

    Dictionary of Greek