σά μάν

  • 31ἀποτιμᾶν — ἀποτιμάω fail to honour pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀποτιμάω fail to honour pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀποτιμάω fail to honour pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἀποτιμᾶ̱ν , ἀποτιμάω fail to honour pres… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 32ἐκτιμᾶν — ἐκτιμάω honour highly pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐκτιμάω honour highly pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐκτιμάω honour highly pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἐκτιμᾶ̱ν , ἐκτιμάω honour highly pres inf act… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 33ἐπιτιμᾶν — ἐπιτῑμᾶν , ἐπιτιμάω pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐπιτῑμᾶν , ἐπιτιμάω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐπιτῑμᾶν , ἐπιτιμάω pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἐπιτῑμᾶ̱ν , ἐπιτιμάω pres inf act (epic doric)… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 34ὑπερτιμᾶν — ὑπερτιμάω honour exceedingly pres part act masc voc sg (doric aeolic) ὑπερτιμάω honour exceedingly pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ὑπερτιμάω honour exceedingly pres part act masc nom sg (doric aeolic) ὑπερτιμᾶ̱ν , ὑπερτιμάω… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 35Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …

    Dictionary of Greek

  • 36ντανταϊσμός ή νταντά — Πρωτοποριακό λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κίνημα που εμφανίστηκε ως ανταρσία εναντίον των πολιτιστικών και κοινωνικών συμβατικοτήτων και –λιγότερο ή περισσότερο κατηγορηματικά– εναντίον του πολέμου. Ο γαλλικός όρος dada παρμένος από την παιδική… …

    Dictionary of Greek

  • 37-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …

    Dictionary of Greek

  • 38Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …

    Dictionary of Greek

  • 39αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …

    Dictionary of Greek

  • 40επιμανής — ἐπιμανής, ές (Α) 1. αυτός που επιθυμεί κάτι ή κάποιον μετά μανίας 2. μανιακός, τρελός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιμανές μανιώδες ερωτικό πάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * μανής (< μαίνομαι), τ. που εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα θ. μαν (πρβλ. μαν… …

    Dictionary of Greek