σά μάν

  • 121πολύφορτος — ον, Α 1. πολύ φορτωμένος, κατάφορτος («νηῶν πολυφόρτων», Μαν.) 2. πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φόρτος (πρβλ. βαρύ φορτος)] …

    Dictionary of Greek

  • 122ραιστότυπος — ον, Α αυτός που χτυπιέται με τη σφύρα, που σφυρηλατείται («ἄκμονες ῥαιστότυποι», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *ῥαιστός (< ῥαίω* «συνθλίβω, καταστρέφω», πρβλ. τα συνθ. σε ραιστος) + τύπος (< τύπος < τύπτω), πρβλ. πρωτό τυπος] …

    Dictionary of Greek

  • 123ρεαλισμός — Στη φιλοσοφία ο όρος σημαίνει την αναγνώριση της ύπαρξης μιας πραγματικότητας έξω από τη σκέψη, ανεξάρτητη από τη νοητική μας δραστηριότητα. Η νόηση γνωρίζει την πραγματικότητα προσαρμοζόμενη σε αυτήν. Η «αλήθεια» είναι η συμφωνία της σκέψης με… …

    Dictionary of Greek

  • 124σέριφος — Νησί των Κυκλάδων, που βρίσκεται μεταξύ Σίφνου και Κύθνου (έκταση 73,23 τ. χλμ.). Το νησί υπάγεται διοικητικά στην επαρχία Μήλου. Η οικονομία του στηρίζεται σε καλλιέργειες οπωρόδεντρων, λαχανοκηπουρικών και εσπεριδοειδών, περιορισμένης όμως… …

    Dictionary of Greek

  • 125σαπίζω — Ν 1. (μτβ.) καθιστώ κάτι σάπιο, προκαλώ την αποσύνθεση οργανικού σώματος 2. (αμτβ.) γίνομαι σάποιος, υφίσταμαι σήψη, σήπομαι («σάπισε το πάτωμα από την υγρασία») 3. μτφ. διαφθείρομαι στην ψυχή ή στο πνεύμα 4. φρ. α) «τόν σάπισε στο ξύλο» τόν… …

    Dictionary of Greek

  • 126σελαηφόρος — ον, Α αυτός που φέρνει φως («Ἑρμῆς σελαηφόρος», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ποιητ. τ. < σέλας + φόρος* με δυσερμήνευτο η ] …

    Dictionary of Greek

  • 127σκοτοεργός — όν, Α αυτός που εργάζεται στο σκοτάδι («σκοτοεργὸς κλιβανεύς», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + εργός (< έργον*), πρβλ. λιθο εργός] …

    Dictionary of Greek

  • 128σκυτεία — και σκυτείη, ἡ, Α [σκυτεύω] η τέχνη τής επεξεργασίας τού δέρματος για την κατασκευή υποδημάτων, υποδηματοποιία («σκυτεία τέχνη», Μαν.) …

    Dictionary of Greek