σά μάν
111ομόζυγος — η, ο (ΑΜ ὁμόζυγος, ον) 1. (για υποζύγια) αυτός που έχει ζευχθεί με κάποιον άλλο, αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ίδιο ζυγό με άλλον («ὁμόζυγος ἵππος», Πλούτ.) 2. σύζυγος νεοελλ. βιολ. το αρσ. ως ουσ. ο ομόζυγος ομοζυγώτης αρχ. 1. αυτός που… …
112οπίζομαι — (I) ὀπίζομαι και λακων. τ. ὀπίδδομαι (Α) [όπις] (επικ. και λυρ. τ.) 1. βλέπω με φόβο και σεβασμό, αισθάνομαι δέος και σεβασμό για κάποιον, φοβάμαι, σέβομαι («Διὸς δ ὠπίζετο μῆνιν ξεινίου», Ομ. Οδ.) 2. φροντίζω για κάποιον ή για κάτι («οὐδὲν… …
113οπιπευτήρ — ὀπιπευτήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. αυτός που παρακολουθεί ως θεατής, παρατηρητής («ἑζόμενοι στοιχηδὸν ὀπιπευτῆρες ἀγῶνος», Νόνν.) 2. παρθενοπίπης* («ἄνδρας μὲν μάχλους και οπιπευτῆρας ἔτευξαν», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπιπεύω «παρακολουθώ, κοιτάζω επίμονα» + …
114οπιπεύω — ὀπιπεύω και διάφ. τ. ὀπιπτεύω (Α) 1. παρακολουθώ με το βλέμμα, κοιτάζω επίμονα, με περιέργεια («δινεύων κατὰ οἶκον, ὀπιπεύσεις δὲ γυναῑκας;», Ομ. Οδ.) 2. ενεδρεύω, παραμονεύω, παραφυλάω 3. (ενεργ. και μέσ.) δελεάζω, εξαπατώ, αποπλανώ («δολεροῑσιν …
115ου μην — οὐ μήν (ΑΜ, Α δωρ. και αιολ. τ. οὐ μάν) αλλ όμως όχι, οπωσδήποτε όχι («οὐ μήν οὐ δύνανται τοὺς ἐπινηχομένους λαθεῑν ἰχθύας», Αισχύλ.) αρχ. oὐ μήν... γε (συν. όταν προηγείται άρνηση) ούτε βεβαίως (« Αφροδίτης μὲν γὰρ οὔ μοι φαίνεται... οὐ μὴν… …
116ουδάλλος — οὐδάλλος (Α) οὐδέτερος («νίκη μὰν οὐδάλλος, ἀνήσσατοι δ ἐγένοντο», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέ + ἄλλος] …
117παραφαίνω — και ποιητ. τ. παρφαίνω Α 1. κάνω κάτι φανερό, δείχνω, αποκαλύπτω («μηδ αἰδοῑα παραφαινέμεν», Ησίοδ.) 2. φαίνομαι πλάγια, εμφανίζομαι κοντά ή απέναντι, αποκαλύπτομαι, βγαίνω στα φανερά («ἐν τῷ νῡν λόγῳ παραφανέντι», Πλάτ.) 3. εμφανίζω, παρουσιάζω… …
118περιθράκιος — ία, ον, Μ εγκατεσπαρμένος στη Θράκη («πόλεις περιθρᾳκίας», Κωνστ. Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + Θράκη + επίθημα ιος] …
119πηλοφύρατος — ον, Μ ζυμωμένος, ανακατεμένος με πηλό («άνθρωποι πηλοφύρατοι, χωμάτινοι τήν πλάσιν», Κων. Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + φύρατος (< φυρῶ), πρβλ. νεο φύρατος] …
120πλάνος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Ζακύνθου του ομώνυμου νομού. * * * (I) α, ο / πλάνος, α, ον, ΝΜΑ 1. (για πράγματα) αυτός που παραπλανά, που παραπείθει (α. «πλάνες υποσχέσεις» β. «μὴ τὸ θίγῃς πλάνα δῶρα», Μοσχ.) 2. (για πρόσ.)… …