σά μάν
11μᾶν — μής masc gen pl (doric aeolic) …
12μάν — μά̱ν , μήν Ars Prooem. epic doric aeolic (indeclform particle) μά̱ν , μής masc acc sg (epic doric aeolic) μής masc acc sg …
13Μάν' — Μάνα , Μάνης cup masc voc sg Μάνα , Μάνης cup masc nom sg (epic) Μάναι , Μάνης cup masc nom/voc pl Μάνᾱͅ , Μάνης cup masc dat sg (doric aeolic) …
14μάν' — μάναι , μάνα fem nom/voc pl μάνᾱͅ , μάνα fem dat sg (doric aeolic) μάνα , μάνης cup masc voc sg μάνα , μάνης cup masc nom sg (epic) μάναι , μάνης cup masc nom/voc pl μάνᾱͅ , μάνης cup masc dat sg (doric aeolic) …
15ου μαν — oὐ μάν (Α) (δωρ. και αιολ. τ.) βλ. ου μην …
16Ζίγκμπαν, Κάι Μαν — (Kai Manne Siegbahn, Λουντ 1918 –). Σουηδός φυσικός. Γιος του Καρλ Μαν Ζίγκμπαν, ο οποίος τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ φυσικής, το 1924. Σπούδασε φυσική, χημεία και μαθηματικά στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα, την περίοδο 1936 42. Διετέλεσε καθηγητής …
17Ρέι, Μαν — (Ray, Φιλαδέλφεια 1890 – Παρίσι 1976). Αμερικάνος ζωγράφος, γλύπτης, φωτογράφος και κινηματογραφιστής. Σπούδασε αρχιτέκτονας και μηχανικός στη Νέα Υόρκη, όπου παρακολούθησε και μαθήματα ζωγραφικής στην Ακαδημία Σχεδίου. Εργάστηκε ως σχεδιαστής,… …
18ρουλ(ε)μάν — το, Ν τεχνολ. ο κυλισιοτριβέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. roulement < rouler < rouelle, υποκορ. τού roue «τροχός» (πρβλ. λ. ρολό)] …
19Γκελ-Μαν, Μάρεϊ — (Murray Gell Mann, Νέα Υόρκη 1929 –).Αμερικανός θεωρητικός φυσικός. Γιος Αυστριακού μετανάστη, εισήχθη στο πανεπιστήμιοΓέιλ το 1944. Όταν αποφοίτησε (1948), συνέχισε τις σπουδές του στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης, απ’ όπου έλαβε το… …
20Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… …