σάλος
1σαλός — silly masc nom sg …
2σάλος — tossing motion masc nom sg …
3σαλός — ή, ό / σαλός, ή, όν, ΝΜΑ ανόητος, μωρός, ηλίθιος, ανισόρροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. έχει πιθ. προέλθει από τη λ. σάλος με καταβιβασμό τού τόνου] …
4σάλος — ο 1. κλυδωνισμός, ταλάντευση πλοίου. 2. θαλασσοταταχή: Οι ισχυροί άνεμοι προκάλεσαν σάλο. 3. μτφ., ταραχή, αναστάτωση: Πολιτικός σάλος. – Δημιουργήθηκε σάλος μέσα στην αίθουσα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5σάλος — ο, ΝΜΑ 1. ισχυρή κύμανση τής θάλασσας, θαλασσοταραχή («ἐν πόντου σάλῳ πολλοῑς διαύλοις κυμάτων φορούμενος», Ευρ.) 2. (για πλοία, καθώς και για τους επιβάτες του) κλυδωνισμός λόγω τρικυμίας 3. μτφ. α) θορυβώδης ανακίνηση, ανατάραξη (α. «σάλο… …
6σαλός — ή, ό ανόητος, ηλίθιος, τρελός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7σαλά — σαλός silly neut nom/voc/acc pl σαλά̱ , σαλός silly fem nom/voc/acc dual σαλά̱ , σαλός silly fem nom/voc sg (doric aeolic) …
8σαλόν — σαλός silly masc acc sg σαλός silly neut nom/voc/acc sg …
9σάλω — σάλος tossing motion masc nom/voc/acc dual σάλος tossing motion masc gen sg (doric aeolic) …
10σαλαί — σαλός silly fem nom/voc pl …