σάλος
91αναταραχή — η σύγχυση, σάλος, αναστάτωση: Τέτοια αναταραχή για το τίποτε δεν την περίμενα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
92σιγώ — σίγησα 1. σιωπώ: Σίγησαν όλοι μόλις ανέβηκε στο βήμα ο πρωθυπουργός. – Σίγησαν τα κανόνια. 2. κοπάζω: Σίγησε ο πολιτικός σάλος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
93κονίσαλος — κονί̱σαλος , κονίσαλος cloud of dust masc nom sg …
94σαλοῦ — σαλόομαι go delicately pres imperat mp 2nd sg σαλόομαι go delicately imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) σαλός silly masc/neut gen sg …
95σάλωι — σάλῳ , σάλος tossing motion masc dat sg …
96jaloque — (Quizá del cat. [e]xaloc, este del ár. hisp. šaláwq, viento de la marina, este del lat. salum, agitación del mar, y este del gr. σάλος, temblor, agitación). m. Viento sudeste …
97siroco — (Quizá del cat. [e]xaloc, este del ár. hisp. šaláwq, viento de la marina, este del lat. salum, agitación del mar, y este del gr. σάλος, temblor, agitación). m. Viento sudeste …
98ЕВЛОГИЙ ПРОРОК — [Юродивый, Салос; груз. ევლოგი წინასწარმეტყველი, სალოსი; греч. Εὐλόϒιος ὁ Σαλός], блж. (пам. груз. 1 апр.) Грузинской Православной Церкви, ясновидец (XII XIII вв.). Сведения о Е. П. содержатся в 2 Житиях св. царицы Тамары (1184 1207/13) (КЦ. 1959 …