σάλος
61σαλαγώ — σαλαγῶ, έω, ΝΑ, και σαλαγάω Ν 1. (αμτβ.) (για πλήθος ανθρώπων ή για αγέλη ζώων) αναδίδω υπόκωφη βοή 2. (μτβ.) οδηγώ τα βοσκήματα στην βοσκή ή στην στάνη με δυνατές φωνές («τα πρόβατα στής ρεματιάς το πλάι σαλαγώντας», Κρυστ.) αρχ. 1. κροτώ ή… …
62σαλεύω — ΝΜΑ, και, κυρίως στον Ερωτόκρ., σαλεύγω Ν [σάλος] 1. (μτβ.) α) κινώ κάτι εδώ κι εκεί, σείω, κουνώ (α. «τα κύματα σαλεύουν την βάρκα» β. «σαλεύει τρικυμιᾳ πέδον», Λυκόφρ.) β) τραντάζω («καὶ σαλεύσει αὐτοὺς ἐκ θεμελίων», Σοφ.) 2. (αμτβ.) κινούμαι… …
63σαλοφακίαλος — ον, Μ 1. παρωνύμιο επισκόπου τού οποίου η μίτρα στεκόταν στο κεφάλι του με αστάθεια 2. μτφ. άνθρωπος ασταθής, που αλλάζει διαρκώς τις απόψεις του. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλος + φακιάλιον «είδος κεφαλόδεσμου»] …
64σαλούμαι — όομαι, Α [σάλος] (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) βαδίζω κάνοντας τσακίσματα …
65σαλόμετρο — το, Ν ναυτ. όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση τού πλάτους διατοιχισμού τών πλοίων σε τρικυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλος + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. σαλόμετρον, μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …
66σαλότης — ητος, ἡ, Α [σαλός] μωρία, ευήθεια, ηλιθιότητα …
67σαλώ — έω, Α [σάλος] παρλλ. τ. τού σαλεύω …
68σαχλός — ή, ό / σαχλός, ή, όν, ΝΜ άνοστος, ανούσιος, ανόητος νεοελλ. 1. αυτός που λέει άνοστα αστεία 2. αυτός που κάνει σαχλαμάρες μσν. πλαδαρός, μαλακός, γλοιώδης («ἄσπαστρον, ἄξυντον, σαχλόν, ἀνάλατον, βρωμιάριν», Πρόδρ.). επίρρ... σαχλά Ν με σαχλό… …
69σηλαγγεύς — ὁ, Α χρυσωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σηλαγγεύς < σᾰλαγξ «μεταλλικό σκεύος» (< σάλος*), ενώ το η τού τ. κατ επίδραση τού σῆραγξ «σανίδωμα που χρησιμοποιούσαν οι χρυσωρύχοι» (βλ. λ. σήραγγα)] …
70σκύλησις — ήσεως, και σκύλσις, εως, ἡ, Α [σκύλλω] 1. σκυλμός* 2. (κατά τον Ησύχ.) θυμός, σάλος, ταραχή …