σάλος

  • 41SALUS — I. SALUS Dea credita. Fingebatur in solio sedens, cum patera, penes quam ara: cui anguis involutus, caput attollens, unde Salutaris porta Romae appellata, ab huius Deae aede, quae proxima fuit. Nic, Lloydius. Graecis Υ῾γεία Aegyptiorum Isis est,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 42άσαλος — ἄσαλος, ον (Α) [σάλος] ο ασάλευτος …

    Dictionary of Greek

  • 43αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …

    Dictionary of Greek

  • 44αναταραχή — η το αποτέλεσμα του αναταράσσω, σάλος, αναστάτωση …

    Dictionary of Greek

  • 45ασαλής — ἀσαλής, ές (Α) αυτός που δεν φροντίζει για τίποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σάλος «φροντίδα» (Ησύχ.), με σχηματισμό κατά τα σύνθετα επίθετα σε ής (πρβλ. ακηδής, αναιδής, ευανθής κ.ά.)] …

    Dictionary of Greek

  • 46εκβρασμός — ἐκβρασμός, ο (Α) 1. το έκβρασμα 2. κλονισμός, σάλος …

    Dictionary of Greek

  • 47ευθυβολία — η (ΑΜ εὐθυβολία) [ευθύβολος] ευθεία βολή, ευστοχία («ἀντέβαλλον ἀκοντίοις και τοξεύμασιν ὧν ὁ σάλος τὴν εὐθυβολίαν διέστρεφεν», Πλούτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 48εύσαλος — εὔσαλος, ον (Α) αυτός που έχει χώρους κατάλληλους (για διεξαγωγή εμπορίου). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σάλος «κλυδωνισμός, θάλασσα»] …

    Dictionary of Greek

  • 49ζάλο — το (Μ ζάλο και ζάλον) 1. βήμα, βηματισμός χορού, γρήγορη περιστροφή 2. πήδημα 3. φρ. α) «στέκω σ ένα ζάλο» μένω σταθερός στην αρχική μου γνώμη β) «παίρνω τα ζάλα» προχωρώ γ) «ζάλο και ζάλο» βήμα βήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλος με ηχηροποίηση τού… …

    Dictionary of Greek

  • 50κλόνος — ο (AM κλόνος) κίνηση που γίνεται με ταραχή ή θόρυβο, κλονισμός* νεοελλ. ιατρ. επαναλαμβανόμενες συσπάσεις ενός μυός εμφανιζόμενες μετά από παθητική έκτασή του και παρατηρούμενες στο λεγόμενο πυραμιδικό σύνδρομο μσν. αρχ. 1. σύγχυση, ταραχή 2.… …

    Dictionary of Greek