σώος και αβλαβής 2) (

  • 1σώος — α, ο / σῶος, ώα, ον, ΝΜΑ, και σῶς, σῶν κ. ιων. τ. σόος, η, ον και σᾱος, ον, Α αυτός που δεν έχει υποστεί κακό, βλάβη ή ατύχημα, αβλαβής, ακέραιος, άρτιος αρχ. 1. (για χρηματικό ποσό) αμείωτος («χρυσὸς δὲ σῶς ὃν ἦλθεν ἐκ Τροίας ἔχων», Ευρ.) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 2σώος — α, ο ακέραιος, αβλαβής: Σου την παραδίνω την κόρη σου σώα και αβλαβή. – Επέστρεψε όλος ο στρατός σώος …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3Δανιήλ — I (7ος 6ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Υπήρξε ένας από τους μεγάλους Εβραίους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Δ., το όνομα του οποίου στα εβραϊκά σημαίνει ο θεός κρίνει, μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα με την πρώτη ομάδα Εβραίων (605 π.Χ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 4όλος — και ούλος, η, ο (ΑΜ ὅλος, η, ον, Α ιων. τ. οὖλος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει στο σύνολό του, σύμπας, ολόκληρος, ακέραιος (α. «όλη την ημέρα δούλευα» β. «ὕπαρχος ἄλλων δεῡρ ἔπλευσας, οὐχ ὅλων στρατηγός», Σοφ.) 2. πλήρης, ακέραιος, ατόφιος, («ὅλος …

    Dictionary of Greek

  • 5ασκηθής — ἀσκηθής, ές (Α) 1. ο αβλαβής, ο σώος 2. ο ασφαλής 3. ο γνήσιος, ο ανόθευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + *σκήθος «βλάβη, ζημιά», το οποίο συνδέεται με μια γερμανική και κελτική ομάδα λέξεων (πρβλ. γοτθ. skapis «βλάβη, ζημιά», ιρλ. scathaim «παραλύω,… …

    Dictionary of Greek