σών

  • 81σύσταση — η / σύστασις, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύστασις Α [συνίστημι] 1. σύνθεση, κατασκευή 2. συγκρότηση, συναρμολόγηση 3. ίδρυση, σχηματισμός (α. «σύσταση ανώνυμης εταιρείας» β. «σύστασις ἐπιβουλῆς», Πολ.) 4. φυσική σύνθεση, υφή, υπόσταση (α. «υδαρούς… …

    Dictionary of Greek

  • 82σώος — α, ο / σῶος, ώα, ον, ΝΜΑ, και σῶς, σῶν κ. ιων. τ. σόος, η, ον και σᾱος, ον, Α αυτός που δεν έχει υποστεί κακό, βλάβη ή ατύχημα, αβλαβής, ακέραιος, άρτιος αρχ. 1. (για χρηματικό ποσό) αμείωτος («χρυσὸς δὲ σῶς ὃν ἦλθεν ἐκ Τροίας ἔχων», Ευρ.) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 83σώς — (I) σῶν, Α βλ. σώος. (II) ὁ, Α βλάστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. συνηρ. τ. τού σόος/ σοῦς*] …

    Dictionary of Greek

  • 84υπεκχωρώ — έω, Α 1. απομακρύνομαι, αποσύρομαι, φεύγω κρυφά, χωρίς να γίνω αντιληπτός («ὑπεξεχώρεε ἐμπρήσας τε τὰς Ἀθήνας», Ηρόδ.) 2. (με δοτ.) αποσύρομαι παραχωρώντας την θέση μου σε άλλον 3. αποφεύγω, διαφεύγω («τὸ δ ἀθάνατον, σῶν καὶ ἀδιάφθορον οἴχεται… …

    Dictionary of Greek

  • 85υπεραναβλύζω — Μ αναβλύζω πάνω από κάτι («ὅταν ὁ χρυσὸς ὑπεραναβλύζῃ τῶν σῶν θησαυρῶν», Θεοφύλ. Σ.) …

    Dictionary of Greek

  • 86φιλία — Όνομα 5 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). Βρίσκεται N των Καλαβρύτων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ.) στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του… …

    Dictionary of Greek

  • 87Σασέ — (Chassey). Τοποθεσία της Γαλλίας, στο νομό Σων ε Λουάρ (Καν ντε Σασέ), όπου ανακαλύφτηκαν λείψανα ενός μεγάλου οικισμού της Νεολιθικής εποχής, η οποία έδωσε το όνομά της σ’ ένα προϊστορικό πολιτισμό (πολιτισμός του Σασέ). Διαδοχικές ανασκαφές… …

    Dictionary of Greek

  • 88ՈՂՋ — (ոյ, ոց, եւ ի, աց.) NBH 2 0511 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c ա. ὐγιής, ὐγιαίνω sanus, valens σῶος, σάος sospes, slavus, incolumis ἱσχύων potens. Կենդանի. առողջ. ազատ ի ցաւոց. անախի ի խօթութեանց.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 89βρισῶν — βρῑσῶν , βρίθω to be heavy fut part act masc nom sg (doric) βρίζω to be sleepy fut part act masc nom sg (doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 90βροντησασῶν — βροντησᾱσῶν , βροντάω thunder aor part act fem gen pl (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)