σώζω
1σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… …
2σῴζω — σώζω pres subj act 1st sg σώζω pres ind act 1st sg …
3σώζω — pres subj act 1st sg σώζω pres ind act 1st sg …
4σώζω — σώζω, έσωσα βλ. πίν. 3 …
5σώζω — και σώνω έσωσα, σώθηκα, σωσμένος 1. διατηρώ: Σώθηκαν ακέραια τα αγάλματα αυτά. 2. γλιτώνω κάποιον: Με έσωσε από βέβαιο θάνατο. 3. τελειώνω: Σώθηκε το λάδι. 4. προφταίνω: Να μη σώσεις να δεις προκοπή. 5. φρ., «Σώνει και καλά», με το ζόρι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6σέσωσθε — σώζω perf imperat mp 2nd pl σώζω perf ind mp 2nd pl σώζω perf imperat mp 2nd pl σώζω perf ind mp 2nd pl σώζω plup ind mp 2nd pl (homeric ionic) σώζω plup ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
7σῴζετον — σώζω pres imperat act 2nd dual σώζω pres ind act 3rd dual σώζω pres ind act 2nd dual σώζω imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …
8σῶζον — σώζω pres part act masc voc sg σώζω pres part act neut nom/voc/acc sg σώζω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σώζω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …
9σῷζον — σώζω pres part act masc voc sg σώζω pres part act neut nom/voc/acc sg σώζω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) σώζω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …
10σεσωμένα — σώζω perf part mp neut nom/voc/acc pl σεσωμένᾱ , σώζω perf part mp fem nom/voc/acc dual σεσωμένᾱ , σώζω perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …