σώζουσα
1σῴζουσα — σώζω pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …
2σώζουσα — σώζω pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …
3σωζούσας — σωζούσᾱς , σώζω pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) σωζούσᾱς , σώζω pres part act fem gen sg (doric) …
4σῳζούσας — σῳζούσᾱς , σώζω pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) σῳζούσᾱς , σώζω pres part act fem gen sg (doric) …
5σῴζουσ' — σῴζουσα , σώζω pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) σῴζουσι , σώζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σῴζουσι , σώζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) σῴζουσαι , σώζω pres part act fem nom/voc pl… …
6σώζουσ' — σώζουσα , σώζω pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) σώζουσι , σώζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σώζουσι , σώζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) σώζουσαι , σώζω pres part act fem nom/voc pl… …
7κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …
8σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… …