-
1 σύστημα
[систима] ουσ. о. система, метод, принцип, система, строй, устройство,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σύστημα
-
2 устройство
1. (механизм, приспособление, сооружение) о μηχανισμός, η συσκευή, το μηχάνημα, η μηχανή, ο εξοπλισμός, το σύστημαаварийное - ο εξοπλισμός κινδύνου/ανάγκηςблокирующее - ασφάλισης/μπλοκαρίσματοςбуквопечатающее - полигр. το τυπογραφικό μηχάνημαвнешние - а вчт. τα εξωτερικά συστήματαгребное мор. - πρόωσηςгрузовое мор. - το σύστημα φορτοεκφόρτωσης- для крепления и отдачи коренного конца якорной цепи мор. - στήριξηςκαι απελευθέρωσης της (ρίζας) αλίσεως τηςάγκυρας- дляопределения уровня жидкой углекислотыв баллонах мор. - η συσκευή προσδιορισμού της στάθμης υγρού του διοξειδίουτου άνθρακαзадающее (авт.) - προγραμματισμούзадраивающее мор. - ο μηχανισμός κλεισίματοςзапоминающее вчт. - η μνήμη, το σύστημα αποθήκευσης στη μνήμηзвуковое сигнальное мор. - ηχητικός - του συναγερμούзвукосигнальное мор. - των ηχητικών σημάτωνиндикаторное (рлк.) - η ένδειξηле-ерное - мор. το σύνολο των ρελιών του πλοίου, τα ρέλιαманевровое мор. - το σύστημα ελιγμώνносовое подруливающее мор. - το σύστημα της πρωραίας (βοηθητικής) έλικας των ελιγμώνоросительное - ποτίσματος/ψεκασμούотсосное (тепл.) - απορρόφησηςпитающее - η συσκευή τροφοδότησης, ο τροφοδότηςподруливающее - мор. о βοηθητικός έλικας των ελιγμώνподъёмно-спусковое мор. - ανύψωσης-καθέλκυσηςразмагничивающее - судна см.размагничиватель судна - распознаваниязнаков - η συσκευή αναγνώρισης σημάτωνή γραμμάτωνраспределительное эл. - διανομής- ελέγχουрулевое мор. - του πηδαλίουспасательное мор. - η ναυαγοσωστική συσκευήспусковое мор. - της καθόδου (π.χ. των λεμβών)стопорное мор. - της ασφάλισηςтормозное - η διάταξη πέδης/φρεναρίσμα-τοςцветоделительное полигр. - διαχωρισμού των χρωμάτων2. (конструкция, расположение) η κατασκευή, η διάταξη, η ρύθμιση 3. (установленный порядок чегол., строй) η οργάνωση, το σύστημαη τάξη4. (оборудование чего-л., приспособление для чего-л.) η κατασκευή, η συνάρτηση 5. (организация чего-л., осуществление) η οργάνωση, η πραγματοποίηση 6. (налаживание чего-л., создание необходимых условий существования) η ρύθμιση, η τακτοποίηση 7. (помещение, определение куда-л.) η τακτοποίηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устройство
-
3 система
-ы θ.1. σύστημα• τάξη• σειρά•система расстановки книг в библиотеке το σύστημα τοποθέτησης των βιβλίων στη βιβλιοθήκη•
нарушить -у παραβιάζω το σύστημα•
система лечения το σύστημα θεραπείας•
педагогическая система παιδαγωγικό σύστημα•
философская система декарта φιλοσοφικό σύστημα του Καρτέσιου.
2. συγκρότηση, ενιαίο όλο• αλληλοσύνδεση•солнечная το ηλιακό σύστημα•
нервная система το νευρικό σύστημα.
|| συγκρότημα τεχνικό•система отопления σύστημα θέρμανσης•
оросительная система αρδευτικό σύστημα.
3. κοινωνική οργάνωση•феодальная, капиталистическая, социалистическая система φεουδαρχικό, καπιταλιστικό, σοσιαλιστικό σύστημα.
εκφρ.выборная система – εκλογικό σύστημα. -
4 система
система ж в разн. знач. το σύστημα; избирательная \система το εκλογικό σύστημα; нервная \система το νευρικό σύστημα* * *ж в разн. знач.το σύστημαизбира́тельная систе́ма — το εκλογικό σύστημα
не́рвная систе́ма — το νευρικό σύστημα
-
5 строй
1. (система построения чего-л.) η παράταξη, ο σχηματισμόςη διάταξηвыходить из - я θέτω εκτός λειτουργίας, αχρηστεύω2. (система общественного, государственного устройства, формация) το καθεστώςτο σύστημαгосударственный - κρατικό -, το πολίτευμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > строй
-
6 система
систем||аж в разн. знач. τό σύστημα:избирательная \система τό ἐκλογικό σύστημα· социалистическая \система τό σοσιαλιστικό σύστημα· солнечная \система τό ἡλιακό σύστημα· нервная \система τό νευρικό σύστημα· стать \системаой, войти в \системау у кого-л. μοῦ γίνεται συνήθεια. -
7 устройство
устройство с 1) (оборудование) о μηχανισμός, το μηχάνημα, η εγκατάσταση 2) (структура) το σύστημα; общественное (государственное) \устройство το κοινωνικό (κρατικό) σύστημα* * *с1) ( оборудование) ο μηχανισμός, το μηχάνημα, η εγκατάσταση2) ( структура) το σύστημαобще́ственное (госуда́рственное) устро́йство — το κοινωνικό (κρατικό) σύστημα
-
8 уклад
-а α.1. τρόπος (καθιερωμένος)• τακτική•новый уклад жизни καινούριος τρόπος ζωής.
2. οικονομικό σύστημα ή μορφή•рабовладельческий уклад το δουλοκτητικό σύστημα•
феодальный уклад φεουδαρχικό σύστημα•
общественно- экономический уклад κοινώνικο-οικονομικό σύστημα.
-
9 самолёт
το αεροπλάνο, το αεροσκάφοςпассажирский - επιβατικό/επιβατηγό -сверхзвуковой - υπερηχητικό/υπερακουστικό -турбореактивный - αεριοστροβιλοκίνητο -, αεριοστροβιλοφόρο --учебно-тренировочный - εκπαιδευτικό -, εκπαιδευτικό - προκεχωρημένης εκπαίδευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > самолёт
-
10 устройство
устро||йствос1. (действие) ἡ ὀργάνωση [-ις], ἡ τακ-τοποΙηση [-ις]/ ἡ κατασκευή (сооружение, построение):он занят \устройствойством квартиры εἶναι ἀπησχολημένος μέ τήν τακτοποίηση τής κατοικίας του·2. (оборудование) ἡ ἐγκατάσταση [-ις]/ ὁ μηχανισμός, τό μηχάνημα (механизм):регулирующее \устройствойство τό μηχάνημα ρύθμισης· осветительное \устройствойство ἡ φωτιστική ἐγκατάσταση·3. (строй) τό σύστημα:государственное \устройствойство τό κρατικό σύστημα· общественное \устройствойство τό κοινωνικό σύστημα·4. ἡ διαρρύθμιση:\устройствойство до́ма ἡ διαρρύθμιση τοῦ σπιτιοό. -
11 режим
-а α.1. καθεστώς•царский режим τσαρικό καθεστώς•
монархический режим μοναρχικό καθεστώς•
полицейский режим αστυνομικό καθεστώς.
|| εσωτερικός κανονισμός• καθιερωμένη σειρά, τάξη•режим дня το καθεστώς της μέρας•
школьный режим σχολικός κανονισμός.
2. σύστημα κανόνων, μέτρων κλπ.)• режим питания κανονισμός διατροφής-δίαιτα•режим безопасности καθεστώς (μέτρα) ασφάλειας.
εκφρ.режим экономики – σύστημα οικονομίας•режим резания – (τεχ.) σύστημα κοπής σε τόρνο. -
12 дверь
η θύρ/α, разг. η πόρτα (ξεν.)на-вешивать - κρεμώ/τοποθετώ τη -бортовая мор. - πλευρική -бортовая грузовая мор. - πλευρική - φόρτωσηςвентиляционная - ηαεροθυρίδα, το άνοιγμα της διόδου αέροςводонепроницаемая - с клиновыми индивидуальными задрайками мор. στεγανή - με σφηνοειδή ξεχωριστά κλείστραводонепроницаемая - с индивидуальными задрайками на раме мор. στεγανή - με ξεχωριστά κλείστρα στο πλαίσιοводонепроницаемая - с клиновыми задрайками и с тягами мор. στεγανή - με σφηνοειδή κλείστρα και με μοχλούςводонепроницаемая - с центральным задраиванием мор. στεγανή - με κεντρικό σύστημα κλεισίματοςгерметичная - ερμητική -, στεγανή -каютная мор. - του θαλάμου/της καμπίναςклинкетная вертикальная - с электроручным приводом мор. ολισθαίνουσα κάθετη ηλεκτροχειροκίνητη -лацпортная мор. - του παραπέτουнаружная - рулевой рубки мор. εξωτερική - της γέφυραςнесгораемая - с жалюзи мор. πυρίμαχη - με περσίδεςодностворчатая - см. однопольная -остеклённая - με γυαλί/τζάμι, η υαλόθυραпереборочная - мор. η πόρτα-φράχτηςплоская - κρυφή -, επίπεδη -пожарная - ανά-γκης/κινδύνουпри закрытых - ях юр. κεκλεισμένων των - ών- с вентиляционной филенкой мор. - με περσίδες εξαερισμούстальная водонепроницаемая навесная наружная - мор. χαλύβδινη υδατοστεγανή κρεμαστή εξωτερική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дверь
-
13 набор
1. (комплект) το σύνολο, η συλλογήτο σετ (ξεν.)шрифтовый - των γραμμάτων/στοιχείων2. (тлф.) η κλίση 3. мат. η συλλογή 4. полигр. η στοιχειοθέτηση 5. (корпуса судна) οι ενισχύσειςτα ενισχυτικά (του πλοίου)- корпуса судна продольный το διάμηκες σύστημα ενίσχυσης (του πλοίου) б.(высоты) ав. η άνοδος, η αναρρίχηση7. (скорости) (ав., авто) η αύξηση (της ταχύτητας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > набор
-
14 сеть
1. (орудие лова птиц, рыб и т.п.) το δίκτυ 2. (источник питания) (эл) το κύκλωμα 3. (совокупность путей, каналов, линий связи и т.п) το δίκτυοкабельная (связи) - καλωδίωσης, η καλωδίωσηнивелирная - (геод.) χωροσταθμικό -речная - см. гидрографическая -эндоплазматическая биол. - ενδο-πλασματικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сеть
-
15 сигнализация
1. (действие) о συναγερμός, η σηματοδοσία, η σηματοδότηση, аварийная - κινδύνου 2. (совокупность устройств) το σύστημα συναγερμού3.(система сигналов) η σηματοδότησηοκωδικός σημάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сигнализация
-
16 уплотнение
1. (устройство, предотвращающее или уменьшающее утечку) το παρέμβυσμαгерметичное - στεγανό -, ερμητικό -дейд-вудное - мор. το σύστημα στεγανοποίησης της χοάνηςдонное мор. - των επιστομίων θαλάσσης (του πυθμένα)плоское - (напр. в клапанах) επίπεδο -2. (действие) η στεγανοποίηση, η συμπύκνωση, η συμπίεση- грунтов το πάτημα του εδάφους, η συμπίεση του εδάφους3. свз. η συμπίεση, η συμπύκνωση (κωδικοποίηση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уплотнение
-
17 государственный
государственный κρατικός \государственный строй το κρατικό σύστημα \государственныйая граница τα κρατικά σύνορα \государственный язык η επίσημη γλώσσα του κράτους* * *госуда́рственный строй — το κρατικό σύστημα
госуда́рственная грани́ца — τα κρατικά σύνορα
госуда́рственный язы́к — η επίσημη γλώσσα του κράτους
-
18 строй
стро||йм1. τό καθεστώς, τό σύστημα:государственный \строй τό πολίτευμα, τό καθεστώς· социалистический \строй τό σοσιαλιστικό καθεστώς· общественный \строй τό κοινωνικό καθεστώς· колхозный \строй τό σύστημα τών κολχόζ· 2.:грамматический \строй языка ἡ γραμματική διάρθρωση τής γλώσσας·3. воен. ἡ παράταξη [-ις], ἡ σύν-ταξη [-ις]:сомкнутый \строй ή, πυκνή παράταξη· боевой \строй ἡ παράταξη μάχης· ◊ вступать в \строй (о предприятии) ἀρχίζω νά λειτουργώ· вводить в \строй ἀρχίζω νά χρησιμοποιώ· выводить из\стройя θέτω ἐκτος μάχης, ἀχρηστεύω· выйти из \стройи βγαίνω ἐκτος μάχης, ἀχρηστεύομαι. -
19 трехполье
трехпольес с.-х. τό τριετές σύστημα, τό τριετές σύστημα ἀμειψισποράς. -
20 уклад
укладм τό σύστημα:\уклад жизни ὁ τρόπος τής ζωής· общественно-экономический \уклад τό κοινωνικό-οίκονομικό[ν] σύστημα.
См. также в других словарях:
σύστημα — whole compounded of several parts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύστημα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σύσταμα και μτγν. τ. σύστεμα Α [συνίσταμαι] 1. σύνολο στοιχείων, υλικών ή ιδεατών, τού οποίου τα μέλη βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους σχέση αλληλεξάρτησης και συναπαρτίζουν ένα οργανωμένο όλον, καθώς και η ολότητα τών σχέσεων … Dictionary of Greek
σύστημα — το, ατος 1. σύνολο πραγμάτων με κανονική διάταξη σε στενή σχέση μεταξύ τους: Κλονίστηκε το νευρικό του σύστημα. – Το σύστημα τροφοδοσίας της μηχανής δε λειτουργεί καλά. 2. σύνολο αρχών ή ιδεών: Μελέτησε τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα. 3. τρόπος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek
οστεοαρθρικό σύστημα — Σύστημα που σχηματίζεται από δύο ή περισσότερα οστά και από συζευκτικά μέσα, τα οποία επιτρέπουν διάφορου βαθμού κινητικότητα στα οστά τα οποία συνδέουν. Οι αρθρώσεις διακρίνονται, με ανατομικά και λειτουργικά κριτήρια, σε δύο μεγάλες ομάδες: την … Dictionary of Greek
γραμμικό σύστημα — Πλήθος γραμμικών εξισώσεων που έχουν τους ίδιους αγνώστους (σε μία γραμμική εξίσωση οι άγνωστοι είναι πρώτου βαθμού και δεν υπάρχουν όροι που να περιέχουν γινόμενα των αγνώστων). Για παράδειγμα, μία γραμμική εξίσωση με έναν άγνωστο έχει τη μορφή… … Dictionary of Greek
ουρογεννητικό σύστημα — (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η … Dictionary of Greek
Ομοσπονδιακό Αποθεματικό Σύστημα — (Federal Reserve System). Τραπεζικός θεσμός των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής που δεν έχει το ακριβές όμοιό του σε καμιά άλλη χώρα, αλλά οι λειτουργίες του αντιστοιχούν στις λειτουργίες κεντρικής τράπεζας. Αντίθετα προς τα ευρωπαϊκά τραπεζικά… … Dictionary of Greek
παλαιογενές σύστημα — Το πρώτο σύστημα του καινοζωικού αιώνα, που αντιστοιχεί στην πρώτη περίοδο της γεωλογικής ιστορίας της Γης κατά τον αιώνα αυτόν. Το π.σ. ακολουθεί το κρητιδικό και προηγείται του νεογενούς συστήματος. Ο όρος π.σ. καθιερώθηκε ύστερα από πρόταση… … Dictionary of Greek
ρομβικό σύστημα — Μια από τις υποδιαιρέσεις της κρυσταλλογραφικής κατάταξης. Οι κρύσταλλοι των ορυκτών που ανήκουν στο σύστημα αυτό χαρακτηρίζονται από 3 άξονες κάθετους μεταξύ τους αλλά άνισους, έτσι ώστε η ανάπτυξη των εδρών του κρυστάλλου να είναι διαφορετική… … Dictionary of Greek
κυκλοφορικό σύστημα — Δυναμικό σύστημα, μέσω του οποίου το αίμα, διαρρέοντας ένα κλειστό κύκλωμα, διαχέεται σε ολόκληρο τον οργανισμό και μεταφέρει αέρια και θρεπτικά συστατικά, βοηθώντας στην τέλεση των λειτουργιών του. Η συντονισμένη λειτουργία της καρδιάς και των… … Dictionary of Greek