-
1 σύρτης
[сиртис] ουσ. а. задвижка, засов, запор,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σύρτης
-
2 запор
I запор II м (кишечника ) η δυσκοιλιότητα II запор Ι м (дверной ) η κλειδαριά ο συρτής (задвижка) дверь на \запоре η μανταλωμένη πόρτα* * *I мII мдверь на запо́ре — η μανταλωμένη πόρτα
( кишечника) η δυσκοιλιότητα -
3 задвижка
1. (запорное приспособление для трубопровода) το επιστόμιο, η βάνα (ξεν.)клинкетная - το επιστόμιο, η βάνα2. (засов для двери) о σύρτης, ο μάνδαλος, το μάνταλο. оконная - ο μάνταλος του παραθύρου, предохранительная - ασφαλιστικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > задвижка
-
4 засов
ο σύρτηςη αμπάραдверной - της πόρτας/θύραςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > засов
-
5 защёлка
το άγκιστρο, το ασφάλιστρο, ο σύρτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > защёлка
-
6 ригель
1. тех. η οριζόντια ή κεκλιμένη δοκός 2. (задвижка) о σύρτης (κλείθρου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ригель
-
7 шпингалет
ο σύρτης, το μάνταλο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шпингалет
-
8 щеколда
ο σύρτηςτο μάνταλοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > щеколда
-
9 задвижка
задвижкаж ὁ σούρτις, ὁ σύρτης/ ὁ μάνδαλος (дверная)/ τό παραθυράκι τής θερμάστρας (печная). -
10 запор
запор Iм ὁ μάνδαλος, ὁ σΰρτης / ἡ κλειδαριά (замок):дверь на \запоре ἡ πόρτα εἶναι μανταλωμένη, ἡ μανταλωμένη πόρτα.запор IIм мед. ἡ δυσκοιλιότητα [-ης], ἡ σφίξη [-ις]. -
11 засов
засовм ἡ ἀμπάρα, ὁ σύρτης:задвинуть \засов βάζω τήν ἀμπάρα, μανταλώνω· запирать на \засов μανταλώνω μέ τό σύρτη. -
12 затвор
затворм1. воен. τό κλείστρο, τό κινητό[ν] οὐραϊο[ν] ὅπλου·2. (у плотины) ὁ ὑδροφράκτης·3. (засов) ἡ ἀμπάρα, ἡ κλειδωνιά, ἡ κλειδαριά (у дверей)) ὁ μάνδαλος, ὁ σύρτης (у ворот)·4. фото ὁ κλειών. -
13 защелка
защелкаж (двери) ὁ σύρτης τής κλειδαριάς. -
14 щеколда
щеколдаж ὁ σύρτης. -
15 задвижка
[ζαντβίζκα] ουσ. θ. σύρτης -
16 защёлка
[ζαστσιόλκα] ουσ. θ. σύρτης της κλειδαριάς -
17 щеколда
[στσικόλντα] ουσ. θ. σύρτης -
18 задвижка
[ζαντβίζκα] ουσ θ σύρτης -
19 защёлка
[ζαστσιόλκα] ουσ θ σύρτης της κλειδαριάς -
20 щеколда
[στσικόλντα] ουσ θ σύρτης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σύρτης — cord for drawing with masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύρτης — ο, ΝΑ, και σούρτης Ν [σύρω] νεοελλ. 1. μεταλλικό ή ξύλινο μάνταλο θύρας ή παραθύρου το οποίο κινείται παλινδρομικά για την ασφάλιση ή απασφάλισή τους 2. κριάρι που προπορεύεται και οδηγεί το κοπάδι 3. αυλάκι που ανοίγεται σε ορεινές πλαγιές για… … Dictionary of Greek
σύρτης — ο μεταλλικός μοχλός για το κλείσιμο και άνοιγμα της πόρτας, ο μάνταλος: Τράβηξε το σύρτη της εξώπορτας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σύρτης — Σύρτις the Syrtis fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρτῶν — σύρτης cord for drawing with masc gen pl συρτός swept fem gen pl συρτός swept masc/neut gen pl συρτός swept masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύρτην — σύρτης cord for drawing with masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek
κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… … Dictionary of Greek
γρύλλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους συντρόφους του Οδυσσέα, που μεταμορφώθηκε σε χοίρο από την Κίρκη και αρνήθηκε έπειτα να επιστρέψει στην ανθρώπινη μορφή του. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ο πατέρας του Αθηναίου ιστορικού Ξενοφώντα (4ος αι. π … Dictionary of Greek
τριπολίτιδα — Μια από τις 3 επαρχίες της Λιβύης (έκταση 353.000 τ. χλμ., περ. 1.000.000 κάτ.). Πρωτεύουσα της επαρχίας είναι η Τρίπολη. Η Τ. περιλαμβάνει κυρίως ένα ξηρό οροπέδιο, που δέχεται ελάχιστες βροχές. Στα Β βρέχεται από τη Μεσόγειο Θάλασσα, στα ΝΔ… … Dictionary of Greek
Κυρηναϊκή — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της βορειοανατολικής Λιβύης. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και περιλαμβάνεται μεταξύ του κόλπου της Μεγάλης Σύρτης στα ΒΔ και της Μαρμαρικής στα ΒΑ. Ο πληθυσμός της είναι συγκεντρωμένος στη βόρεια ζώνη, η… … Dictionary of Greek