σύν-ταγμα

  • 11σύμφυλος — ον, ΝΜΑ (για ζώο) αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος ή είδος («αἱ μέλιτται καὶ τὰ σύμφυλα ζῷα ταύταις», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σύμφυλα ζωολ. ομοταξία αρθροπόδων που ανήκουν στο υποφύλο μυριάποδα μσν. αρχ. (για πνευματική ή …

    Dictionary of Greek

  • 12τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… …

    Dictionary of Greek

  • 13Καρατάσος — Επώνυμο οικογένειας κλεφταρματολών από την κεντρική Μακεδονία, που διακρίθηκαν στην Επανάσταση του 1821. 1. Αθανάσιος (19ος αι.). Γιος του Τάσου (βλ. 2.). Αιχμαλωτίστηκε στην πολιορκία της Νάουσας και μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου βασανίστηκε …

    Dictionary of Greek

  • 14ՇԱՐ — (ի, ից կամ ուց.) NBH 2 0467 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c գ. κλῶσμα fila, alligatora σειρά series, linea, catena, funis δεσμός nexus τάξις, τάγμα ordo. (լծ. թ. սըրա. յն. սիրա՛. լտ. սէ՛րիէս )… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 15ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …

    Православная энциклопедия