σύνεδρος
1σύνεδρος — sitting with in council masc/fem nom sg …
2σύνεδρος — ο, η / σύνεδρος, ον, ΝΑ ως ουσ. μέλος συνεδρίου νεοελλ. 1. τακτικός δικαστής 2. στον πληθ. οι σύνεδροι ονομασία τών δικαστών τού Συμβουλίου Επικρατείας αρχ. 1. ως επίθ. α) (για πρόσ.) αυτός που μετέχει σε συμβούλιο («Περσέων oἱ συνέδρων ἐόντων… …
3σύνεδρος — ο, η 1. μέλος συνεδρίου. 2. δικαστής που παίρνει μέρος μαζί με άλλους σε συνεδριάσεις δικαστηρίου: Ο πρόεδρος του δικαστηρίου και οι σύνεδροι αποσύρθηκαν για σύσκεψη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ξύνεδρος — σύνεδρος , σύνεδρος sitting with in council masc/fem nom sg …
5συνέδρω — σύνεδρος sitting with in council masc/fem/neut nom/voc/acc dual σύνεδρος sitting with in council masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …
6σύνεδρον — σύνεδρος sitting with in council masc/fem acc sg σύνεδρος sitting with in council neut nom/voc/acc sg …
7συνέδροις — σύνεδρος sitting with in council masc/fem/neut dat pl …
8συνέδρου — σύνεδρος sitting with in council masc/fem/neut gen sg …
9συνέδρους — σύνεδρος sitting with in council masc/fem acc pl …
10συνέδρων — σύνεδρος sitting with in council masc/fem/neut gen pl συνδράω do along with imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) συνδράω do along with imperf ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …