σύνεδρος

  • 21συνεδρίτης — ὁ, Μ αυτός που είναι μαζί με άλλους αξιωματικός τής φρουράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνεδρος + κατάλ. ίτης (πρβλ. ὁπλ ίτης)] …

    Dictionary of Greek

  • 22συνεδρευτής — ὁ, Μ [συνεδρεύω] σύνεδρος …

    Dictionary of Greek

  • 23συνεδρεύω — ΝΑ [σύνεδρος] 1. παίρνω μέρος σε συνεδρίαση, συνεδριάζω 2. συνδιασκέπτομαι, συσκέπτομαι αρχ. 1. στήνω ενέδρα, ενεδρεύω 2. (για στρατεύματα) περικλείω 3. μτφ. α) ιατρ. (για σύμπτωμα) συνυπάρχω, συνοδεύω («σημεῑα συνεδρεύει τῷ ἀνευρύσματι ὄγκος»,… …

    Dictionary of Greek

  • 24συνεδρία — η, ΝΑ, και συνέδρα Α [σύνεδρος] συνέδριο, συνεδρίαση, σύσκεψη αρχ. 1. συντροφιά, παρέα φίλων («ἡ μετὰ τῶν φίλων συνεδρεία», Πολ.) 2. το να κατέχει κανείς το αξίωμα τού συνέδρου 3. (για πτηνά) συναγελασμός 4. (ειδικά) η συνεδρίαση τής Ρωμαϊκής… …

    Dictionary of Greek

  • 25Κοζάκης-Τυπάλδος — Επώνυμο κλάδου της οικογένειας των Τυπάλδων (βλ. λ. Τυπάλδος), από την Κεφαλονιά. Θεωρείται ότι το σκέλος Κ. προήλθε από επιγαμία με κόρη Βενετού ευγενούς (Cosacchi). Τα κυριότερα μέλη της είναι: 1. Αγαθάγγελος (Ανδρέας Κοζάκης Τυπάλδος, Ληξούρι… …

    Dictionary of Greek

  • 26ԱԹՈՌԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 0012 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c ա. եւ գ. παρακαθήμενος, συγκαθήμενος, σύνεδρος assidens, consedens, una solium obtinens Առընթեր գլխաւորին նստեալն յաթոռ. բարձակից. հարազատ.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 27ԱՏԵՆԱԿԱԼ — (ի, աց.) NBH 1 0335 Chronological Sequence: Early classical, 14c ա.գ. σύνεδρος consessor Իշխան ʼի թուոյ բազմելոցն յատենի, իբր դատաւոր, խորհրդական, դպիր. *Երթեալք յատեանս ատենակալաց. Դտ. ՟Է 10: *Այր ʼի խորհրդականաց ատենակալաց. Եւս. քր. ՟Ա:… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 28ԲԱՐՁԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 461 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c ա.գ. συνανακείμενος, σύνεδρος, κοινωνός conviva, consessor, particeps Բազմեալն ընդ այլս ʼի նմին սեղանի բարձիւք. սեղանակից. ... *Վասն երդմանցն եւ բարձակցացն՝ հրամայեաց …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 29ξυνέδρους — συνέδρους , σύνεδρος sitting with in council masc/fem acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 30ξύνεδροι — σύνεδροι , σύνεδρος sitting with in council masc/fem nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)