σύνεδρος

  • 11συνέδρῳ — σύνεδρος sitting with in council masc/fem/neut dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 12σύνεδρα — σύνεδρος sitting with in council neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 13σύνεδροι — σύνεδρος sitting with in council masc/fem nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 14соседатель — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. σύνεδρος) собеседник; сидящий с кем л. Соседателя… …

    Словарь церковнославянского языка

  • 15αιδώς — Τεχνητή θεότητα, που την επινόησαν οι πρώτοι φιλόσοφοι, προσωποποίηση της συστολής και της ντροπής. Ήταν μια από τις Ώρες και είχε μητέρα τη Θέμιδα και αδελφές την Ευνομία, τη Δίκη, την Ειρήνη, τη Νέμεση κλπ. Ήταν μητέρα της Σωφροσύνης, τροφός… …

    Dictionary of Greek

  • 16κοινοβούλης — κοινοβούλης, ὁ (Α) ο σύνεδρος κοινοβουλίου, αυτός που συσκέπτεται για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + βουλή] …

    Dictionary of Greek

  • 17προσυνεδρεύω — Α 1. συνεδριάζω ή αποφασίζω σε συνέδριο προηγουμένως 2. (η μτχ. ουδ. τού παθ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ προσυνηδρευμένα τα προαποφασισμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + συνεδρεύω «συνεδριάζω, συσκέπτομαι (< σύνεδρος)] …

    Dictionary of Greek

  • 18συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …

    Dictionary of Greek

  • 19συνέδριο — Συγκέντρωση ειδικών σε ανώτερο επίπεδο με σκοπό να εξετάσουν προβλήματα κοινού ενδιαφέροντος. Τα λεγόμενα διεθνή σ. είναι συνήθως συγκεντρώσεις, αρχηγών κρατών ή πρωθυπουργών που έχουν σκοπό την εξέταση ζητημάτων που ενδιαφέρουν πολλά κράτη μαζί …

    Dictionary of Greek

  • 20συνέζομαι — Α 1. είμαι σύνεδρος 2. (κατά τον Ησύχ.) «συγκαθῆσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἕζομαι «κάθομαι»] …

    Dictionary of Greek