σύνδεσμος

  • 41άχρι — ἄχρι και ἄχρις (AM) Ι. επίρρ. 1. χρον. ώσπου 2. τοπ. μέχρι, ως («ἄχρι εἰς Κοτύωρα») II. πρόθ. 1. μέχρι, ως («ἄχρι τῆς εἰσόδου» ως την είσοδο) 2. φρ. «ἄχρι παντός» συνεχώς III. (σύνδ.) 1. χρον. μέχρις ότου 2. τοπ. ως, μέχρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. άχρι… …

    Dictionary of Greek

  • 42βελονογναθικός — ή, ό ανατ. φρ. «βελονογναθικός σύνδεσμος» επικουρικός σύνδεσμος της κροταφογναθικής άρθρωσης …

    Dictionary of Greek

  • 43γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …

    Dictionary of Greek

  • 44δελτοειδής — Ογκώδης μυς που καλύπτει την άρθρωση του ώμου, εκφύεται από τα οστά της κλείδας και της απόφυσης της ωμοπλάτης και καταφύεται στο μέσο του βραχιονίου. Από αυτόν εξαρτάται η ανυψωτική κίνηση του βραχίονα. Η ονομασία του οφείλεται στο σχήμα του,… …

    Dictionary of Greek

  • 45δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… …

    Dictionary of Greek

  • 46εγχυτήρας — Συσκευή για την εισαγωγή, υπό μορφή πίδακα, ενός ρευστού ή ενός μείγματος σε ορισμένους κλειστούς χώρους, οι οποίοι αποτελούν μέρη μιας θερμικής ή υδραυλικής μηχανής. Χρησιμοποιείται για να αντικαθιστά κυρίως τις αντλίες, όταν η χρήση τους δεν… …

    Dictionary of Greek

  • 47ισχιομηρικός — ή, ό φρ. «ισχιομηρικός σύνδεσμος» ο σύνδεσμος τής οπίσθιας πλευράς τού αρθρικού θυλάκου, ο οποίος αναστέλλει τη στροφή τού μηρού προς τα μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + μηρ ικός (< μηρός). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 48κορακοβραχιόνιος — α, ο ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο βραχιόνιο οστό και στην κορακοειδή απόφυση τής ωμοπλάτης (α. «κορακοβραχιόνιος μυς» ο μυς που εκτείνεται από την κορακοειδή απόφυση ώς την πρόσθια επιφάνεια τού βραχιόνιου οστού β. «κορακοβραχιόνιος… …

    Dictionary of Greek

  • 49λοιπόν — (AM λοιπόν, Μ και λοιπός) (άναρθρο και έναρθρο) (ως σύνδεσμος συμπερασματικός, συλλογιστικός και μεταβατικός) άρα, συνεπώς, ώστε, επομένως (α. «αφού λοιπόν δεν έρχεσαι, θα πάω μόνος μου» β. «ἐκ τούτου λοιπὸν τοῡ χαλεποῡ νοσήματος, ἔμεινε...… …

    Dictionary of Greek

  • 50μέχρι — και πριν από φωνήεν μέχρις (ΑΜ μέχρι και μέχρις) (χρησιμοποιείται ως πρόθ. καταχρηστ., ως επίρρ. τοπ. ή χρον. και ως χρον. σύνδ.) 1. έως, ίσαμε (α. «θα πάω μέχρι το Φάληρο» β. «θα έχω έλθει μέχρι τις επτά» γ. «μέχρι τῆς πόλεως», Θουκ. δ. «ὥστ… …

    Dictionary of Greek