σύνδεσμος
11άμα — σύνδεσμος χρονικός, όταν: Άμα τον είδε έτρεξε και τον αγκάλιασε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
12αλλά — σύνδεσμος αντιθετικός αντίστοιχος με τον μα 1. μπαίνει στην αρχή πρότασης, περιόδου ή παραγράφου ως μεταβατικός, αλλά και με κάποια αντίθεση προς τα προηγούμενα: Αλλά όλα αυτά τα προτερήματα θα μεναν ίσως σε αδράνεια, αν δεν είχε ο άντρας αυτός… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
13αφότου — σύνδεσμος χρονικός, από τότε που: Αφότου παντρεύτηκε άλλαξε πολύ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
14συνδέσμοιο — σύνδεσμος that which binds together masc gen sg (epic) …
15συνδέσμου — σύνδεσμος that which binds together masc gen sg …
16συνδέσμους — σύνδεσμος that which binds together masc acc pl …
17συνδέσμῳ — σύνδεσμος that which binds together masc dat sg …
18σύνδεσμα — σύνδεσμος that which binds together neut nom/voc/acc pl …
19σύνδεσμοι — σύνδεσμος that which binds together masc nom/voc pl …
20σύνδεσμον — σύνδεσμος that which binds together masc acc sg …