σύμ-πνοος

  • 1θεόπνους — θεόπνους, ουν και οος, οον (AM) ο θεόπνευστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πνους (< πνοος < πνοή < πνέω), πρβλ. ημί πνους, σύμ πνους] …

    Dictionary of Greek