σύμπας
1σύμπας — σύμπᾱς , σύμπας all together masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
2σύμπας — ασα, αν, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμπας, ασα, αν, Α 1. όλος μαζί ή όλος συγχρόνως (α. «σύμπασα η κοινωνία καταδίκασε τα βίαια επεισόδια» β. «πέντ ἦσαν οἱ ξύμπαντες», Σοφ.) 2. συνολικός 3. το ουδ. ως ουσ. βλ. σύμπαν αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. το όλον, το… …
3ξύμπαντα — σύμπας all together neut nom/voc/acc pl σύμπας all together masc acc sg …
4σύμπαντα — σύμπας all together neut nom/voc/acc pl σύμπας all together masc acc sg …
5ξυμπάντεσι — σύμπας all together masc/neut dat pl …
6ξυμπάντων — σύμπας all together masc/neut gen pl …
7ξύμπαν — σύμπας all together neut nom/voc/acc sg …
8ξύμπαντας — σύμπας all together masc acc pl …
9ξύμπαντες — σύμπας all together masc nom/voc pl …
10ξύμπαντι — σύμπας all together masc/neut dat sg …