σύλληξις
1σύλληξις — joining together by lot fem nom sg …
2σύλληξις — ήξεως, ἡ, Α 1. σύμπτωση, συνδυασμός με κλήρωση ή κατά τύχην («τύχην ἡγουμένοις αἰτίαν τῆς ξυλλήξεως», Πλάτ.) 2. φρ. «σύλληξις πυκτῶν» η επιλογή πυγμάχων με κλήρωση (Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λῆξις (< λαγχάνω «τυχαίνω με κλήρο»)] …
3σύλληξιν — σύλληξις joining together by lot fem acc sg …
4ξυλλήξεως — συλλήξεω̆ς , σύλληξις joining together by lot fem gen sg (attic) …
5συλλήξεως — συλλήξεω̆ς , σύλληξις joining together by lot fem gen sg (attic) …