-
1 σύζυγος
[сизигос] ουσ. а. супругΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σύζυγος
-
2 σύζυγος
[сизигос] ουσ. Θ. супруга.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σύζυγος
-
3 жена
-
4 муж
-
5 супруг
-
6 мой
моего α., моя, моей θ., моё, моего ουδ., πλθ. мой, моих.1. (αντων. κτητική)• δικός μου, μου•мой дом το σπίτι μου•
моя родина η πατρίδα μου•
моё поле το χωράφι μου•
мой вещи τα πράγματα μου.
2. ουσ. ουδ. моё δικό μου.3. ουσ. πλθ. мой οι συγγενείς, οι δικοί μου. || ουσ. мой, моя• ο σύζυγος μου, η σύζυγος μου.εκφρ.α) όπως θέλω εγώ, κατά την αρέσκεια μου, όπως μου γουστάρει κατά το δικό μου τρόπο•β) κατά τη γνώμη μου, κατ εμένα, όπως εγώ νομίζω•с моё – τόσο όσο εγώ• έτσι όπως εγώ•(это) не по моей части – δεν είναι δική μου δουλεία η αρμοδιότητα. -
7 рогоносец
-сца α. κερατάς, κερασφόρος σύζυγος, κερατωμένος (σύζυγος απατημένος από τη γυναίκα του). -
8 сожитель
-я α. -ница, -ы θ.συγκάτοικος, ένοικος. || παλ. αυτός που ζει εξώγαμα. || ο σύζυγος, η σύζυγος. -
9 твой
твоя, тво.1. κτητική αντων. δικός σου, δική σου, δικό σου•твой дом το δικό σου σπίτι (το σπίτι σου)•
твоя книга το δικό σου βιβλίο (το βιβλίο σου)•
тво мнение η δική σου γνώμη (η γνώμη σου).
|| σαν ο δικός σου, δική σου κ.τ.τ., ίδιος, όμοιος•у него твой нос αυτός έχει την ίδια μύτη με τη δική σου.
2. ουσ. ουδ. тво το δικό σου•тут общее, а не твоё, моё εδώ είναι κοινό, κι όχι δικά σου, δικό μου.
3. ουσ, πλθ. -и οι δικοί σου, οι συγγενείς σου.4. ουσ. твой, твоя (απλ.) ο δικός σου (ο σύζυγος σουή ο ερωμένος σου)• η δική σου (η σύζυγος σου ή η ερωμένη σου).εκφρ.по -ему – α) όπως εσύ, κατά το δικό σου τρόπο ή παράδειγμα, β) όπως θέλεις, κατά τη θέληση σου•пусть будет по -ему – ας γίνει όπως εσύ θέλεις, γ) κατά τη γνώμη σου• - дело είναι δική σου υπόθεση ή δουλειά•не - дело – δεν είναι δική σου δουλειά•- я берт – υπερτερείς, υπερέχεις, νικάς•что твой – κ. παλ. на что твой όπως ο δικός σου. -
10 супруга
ж; м - супругη σύζυγος -
11 жена
женаж ἡ γυναίκα, ἡ σύζυγος. -
12 муж
мужж1. (супруг) ὁ σύζυγος, ὁ ἀνδρας·2. (мужчина) уст., поэт. ὁ ἀνθρωπος, ὁ ἀνήρ. -
13 супруг
супру́||г μ, супру́||га ж о. ἡ σύζυγος. -
14 муж
[μούζ] ουσ. α. άντρας, σύζυγος -
15 супруг
[σουπρούκ] ουσ. α. σύζυγος -
16 супруга
[σουπρούγκα] ουσ. θ. σύζυγος -
17 муж
[μούζ] ουσ α άντρας, σύζυγος -
18 супруг
[σουπρούκ] ουσ α σύζυγος -
19 супруга
[σουπρούγκα] ουσ θ σύζυγος -
20 адмиральша
-и θ.η ναυαρχίνα (σύζυγος του ναύαρχου),
См. также в других словарях:
σύζυγος — ο, η / σύζυγος, ον, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. άνδρας συνδεδεμένος με τα δεσμά τού γάμου με μια γυναίκα 2. το θηλ. ως ουσ. γυναίκα ενωμένη με δεσμούς γάμου με έναν άνδρα νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι σύζυγοι το ανδρόγυνο αρχ. 1. ως επίθ. α) ο… … Dictionary of Greek
σύζυγος — σύζυξ united masc/fem gen sg σύζυγος yoked together masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύζυγος — ο, η ο άντρας σε σχέση με τη γυναίκα του και η γυναίκα σε σχέση με τον άντρα της: Εγκατέλειψετη σύζυγό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συζύγως — σύζυγος yoked together adverbial σύζυγος yoked together masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύζυγον — σύζυγος yoked together masc/fem acc sg σύζυγος yoked together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανθεΐα — Σύζυγος του Αβραδάτα, βασιλιά της Σουσιανής, που έζησε περί το 550 π.Χ. Ήταν, κατά γενική αντίληψη, η ωραιότερη γυναίκα της Ασίας στην εποχή της. Αιχμαλωτίστηκε από τον Κύρο τον Μεγάλο, αλλά δεν κακοποιήθηκε, γι’ αυτό και ο Αβραδάτας, σε ένδειξη… … Dictionary of Greek
Θεοδώρα Πετρολίφα — Σύζυγος του Μιχαήλ Β’ Αγγέλου Κομνηνού. Βλ. λ. Θεοδώρα. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας (3.) … Dictionary of Greek
Σάκτι — (σύζυγος, δύναμη). Σύζυγοι των θεών των Ινδών και, ταυτόχρονα, δύναμη μέσω της οποίας αυτοί δημιουργούν, συντηρούν και καταστρέφουν τους κόσμους. Οι γνωστότερες Σ. είναι η Ντουργκά Κάλι Παρβάτι του Σίβα και η Σρι – Λάκσμι – Ράντα του Βισνού –… … Dictionary of Greek
Φερετίμη — Σύζυγος του βασιλιά της Κυρήνης Βάττου Γ’, μητέρα του Αρκεσίλαου Γ’. Όταν ο Αρκεσίλαος ανέβηκε στον θρόνο, η Φ. τον παρακίνησε να μη δεχτεί τον περιορισμό της βασιλικής εξουσίας που είχε επιβάλει ο Δημώναξ, οργανωτής από τη Μαντινεία που είχε… … Dictionary of Greek
συζύγοις — σύζυγος yoked together masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συζύγου — σύζυγος yoked together masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)