σύγκρᾱτος
1σύγκρατος — σύγκρᾱτος , σύγκρατος mixed together masc/fem nom sg …
2σύγκρατος — (I) ον, Α 1. ανάμικτος 2. στενά συνδεδεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κράτος (< θ. κρατού κεράννυμι «αναμιγνύω», πρβλ. αόρ. β ἐ κρά θην), πρβλ. εὔ κρατος]. (II) η, ο, Ν [συγκρατώ] (στον Ερωτόκρ.) (για μικρά ή λεπτά πράγματα) αυτός που κρατιέται… …
3σύγκρατον — σύγκρᾱτον , σύγκρατος mixed together masc/fem acc sg σύγκρᾱτον , σύγκρατος mixed together neut nom/voc/acc sg …
4ασύγκρατος — ἀσύγκρατος, ον (Α) ο ανάρμοστος, ο ασυμβίβαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σύγκρατος (< συγκεράννυμι) «ανάμικτος, στενά ενωμένος»] …
5πολυσύγκρατος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που προήλθε από την ανάμιξη πολλών υλικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σύγκρατος (< συγκεράννυμι)] …
6συγκρασία — ἡ, Α [σύγκρατος (Ι)] πιθ. σύγκραση …
7συγκράτοις — συγκρά̱τοις , σύγκρατος mixed together masc/fem/neut dat pl …
8συγκράτου — συγκρά̱του , σύγκρατος mixed together masc/fem/neut gen sg …
9συγκράτους — συγκρά̱τους , σύγκρατος mixed together masc/fem acc pl …
10συγκράτωι — συγκρά̱τῳ , σύγκρατος mixed together masc/fem/neut dat sg …
- 1
- 2