σύγκλεισμα
1σύγκλεισμα — border neut nom/voc/acc sg …
2σύγκλεισμα — τὸ, Α [συγκλείω] αυτό που περικλείει κάτι («ἐπὶ τὰ συγκλείσματα αὐτῶν ἀναμέσον ἐξερχομένων λέοντες καὶ βόες», ΠΔ) …
3συγκλείσματα — σύγκλεισμα border neut nom/voc/acc pl …
4συγκλειστός — ή, όν, Α [συγκλείω] 1. ο κλεισμένος μαζί 2. αυτός που έχει τη δύναμη να περικλείει 3. φρ. «ἔργον συγκλειστόν» σύγκλεισμα* …
5ԱՂԽ — (ի, ից.) NBH 1 0041 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 11c գ. ԱՂԽ կամ ԱԽ. κλεῖθρον, σύγκλεισμα, πτίξις, κάτοχος claustrum, clausura, repagulum, plicatura Փակ. փականք. փակաղակ. կապ. զօդ պնդիչ. ախլակ, ախլանք, կղպաք,… …
6ԽՈՐՇ — I. (ի, ից.) NBH 1 0979 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c գ. κοίλωμα, κοῖλον cavitas, cavum, concavum σύγκλεισμα , συγκλιστόν clausura, conclusum ἁπόλοιπον reliquum νοσσιά nidus եւն. Խորութիւն իմն… …