σύγγραφα
1ξυγγραφάς — συγγραφά̱ς , συγγραφή writing fem acc pl …
2συγγραφάς — συγγραφά̱ς , συγγραφή writing fem acc pl …
3συγγράφων — σύγγραφα inscribed list neut gen pl σύγγραφος inscribed list fem gen pl συγγράφω write pres part act masc nom sg …
4συγγραφή — η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυγγραφή και δωρ. τ. συγγραφά, ἡ, Α [συγγράφω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συγγράφω 2. συνεκδ. σύγγραμμα, έργο, βιβλίο 3. έγγραφη συμφωνία, συμβόλαιο (α. «συγγραφή μίσθωσης» β. «τὴν πρᾱξιν πᾱσαν διομολογούμενοι ἐν… …
5σύγγραφον — τὸ, Α [συγγράφω] συν. στον πληθ. τα σύγγραφα έγγραφη συμφωνία …